"Γιατί σε μένα Θεέ μου;
Τί κακό έκανα; Που να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία;
Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να αναστρέψω τα πράγματα;
Κινδυνεύω να χάσω τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Δεν είμαι παιδί σου; δεν είσαι Θεός αγάπης;
Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριό μου; Πώς να με προσελκύσουν τα μαστιγώματά Σου;
Πώς συνδυάζεται η καλοσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού";......
"Ευλογημένο ή καταραμένο το γιατί", Μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου Ευλογημένα «γιατί»!
Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντηση του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους πού δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν.
Ίσως είναι το κατ' εξοχήν θέμα για το όποιο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια τής συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πώς δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού πού το παιδί του πάσχει ή κάθε άνθρωπου πού έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται:
μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις,
με αισθήματα, όχι με σκέψεις,
με σιωπή, όχι με απόψεις,
με συμπόνια, όχι με απαντήσεις.
Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση. Γιατί; Γιατί ό πόνος; γιατί ή αδικία; γιατί τα παιδάκια; γιατί τόσο πρόωρα; γιατί με αυτόν τον τρόπο; γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους να τη διαδέχεται ό αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό; Γιατί σε μένα; Τί κακό έκανα; Που να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να αναστρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος εξ αιτίας μου να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας; Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Δεν είμαι παιδί σου; δεν είσαι Θεός αγάπης; τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριό μου; Πώς να με προσελκύσουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλοσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»! Τα καθαγίασε ο ίδιος ό Χριστός στον σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, Ίνα τί με εγκατέλιπες;» Θεέ μου, γιατί μου το 'κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου το όποιο έμεινε και αυτό αναπάντητο.
Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση. Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολυάθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ανθρώπων πού οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και πού μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους πού νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μία απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι πού δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και ή πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος πού εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία τής απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μία μικρή ελπίδα. Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία. Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, άλλα γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειας τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι' αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τούς αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Ή συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά.
Εκεί διακριτικά κρύβεται και ή απάντηση. Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου. Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι' αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος τον επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο -μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου.
Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική.
Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού που είναι τόσο αληθινό άλλα συνήθως και τόσο ακατανόητο. Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, άλλα επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασης της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τούς ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας.
Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα.
Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία άλλα και η ευεργεσία της. Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε.
Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία.
Αν δεν γινόταν ή Σταύρωση, δεν θα υπήρχε ή Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος· όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερα από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο τής ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής.
Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, πού ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ό πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες πού κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Ή πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις· αυτά υπάρχουν. Ή πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρύσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ό πόνος και ή αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ό Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Ή τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξης Του είναι ή συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο. Ίσως και ή μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι ή συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», ή ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες» πού νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα πού το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία. -Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο. - Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι' αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψε μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι· μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;» -Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω όχι τον θάνατό μου· προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
1. Νικόλαος Χατζηνικολάου (Μητροπολίτης Μεσόγαιας καί Λαυρεωτικής), «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός», Εκδ. Σταμούλης, 2009
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου