Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ...Το μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ στον Μανταμάδο της Λέσβου και σύγχρονα θαύματα

Η Λέσβος, ένα από τα πιο όμορφα και πλούσια αιγαιοπελαγίτικα νησιά μας, κατά τον Γ' μ.Χ. αιώνα υπήρξε στόχος των Σαρακηνών πειρατών, οι οποίοι, απ’ όπου κι αν περνούσαν, σκόρπιζαν τον όλεθρο και την καταστροφή.

Στη τοποθεσία Λεσβάδος του νησιού, υπήρχε ένα μοναστήρι προς τιμήν των Ταξιαρ­χών. Οι δεκαοκτώ μοναχοί του είχαν καταφέρει πολλές φορές ν' αποκρούσουν μ' επιτυχία τις επιδρομές των Σαρακηνών, αλλ' αυτό έκανε τον αρχιπειρατή Σιρχάν να πεισμώση και να θέλη να το κάψη...

Η κατάλληλη γι' αυτό ευκαιρία δόθηκε στους Σαρακηνούς μιαν ανοιξιάτικη νύχτα, όταν οι μοναχοί βρίσκονταν όλοι στον ναό για την καθημερινή Θεία Λειτουργία. Το πρωτοπαλλήκαρό τους αναριχήθηκε στο ψηλό τείχος του μοναστηρίου και κατάφερε ν' ανοίξη την πόρτα. Οι σύντροφοί του ώρμησαν μέσα στον ναό αλαλάζοντας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο ναός πλημμύρισε από το μαρτυρικό αίμα των μοναχών που σφάχτηκαν από τους μπαλτάδες των αιμοχαρών πειρατών.....



Μόνο ο δόκιμος Γαβριήλ κατάφερε να ανεβή στη σκεπή του ναού, όπου και έχασε τις αι­σθήσεις του. Τότε είδε έναν πελώριο στρατιώτη —τον Ταξιάρχη— με αγριωπή όψι κι ένα σπαθί που έβγαζε φωτιές να προχωρή εναντίον των πειρατών. Εκείνοι με άναρθρες κραυ­γές και μεγάλο τρόμο υποχώρησαν αμέσως και έφυγαν.

Όταν συνήλθε ο δόκιμος, συνειδητοποίησε το μεγάλο θαύμα που είχε συμβή, αλλά βρήκε και τους δεκαοκτώ μοναχούς σκοτωμένους. Καθώς προσευχόταν με δάκρυα για τις ψυχές τους προς τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, του δόθηκε άνωθεν η έμπνευσις να φτιάξη μια ανάγλυ­φη εικόνα του Αρχαγγέλου από ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα ζυμωμένο με το αίμα των μοναχών. Έτσι θα ευχαριστούσε τον Ταξιάρχη, που διάλεξε αυτόν τον τρόπο να μεταθέση τις ψυχές των μοναχών μέσα από την επίγεια Θεία Λειτουργία στην επουράνια. Σαν κά­ποια αόρατη δύναμις να ωδηγούσε τα χέρια του, στον αιματοπότιστο πηλό αποτυπώθηκαν με επιτυχία τα χαρακτηριστικά του αγριωπού, μα και θεϊκού προσώπου που είχε αντικρύσει ο δόκιμος Γαβριήλ στην οπτασία του πάνω στην σκεπή του ναού. Είχε ήδη σχηματίσει το πρόσωπο του Αρχαγγέλου, τις φτερούγες του και την πύρινη ρομφαία του, ενώ με το λι­γοστό πηλό που του απέμεινε σχεδίασε άτεχνα το υπόλοιπο σώμα.

Αν και πέρασαν από τότε εκατοντάδες χρόνια, η ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου με το σκούρο αιμάτινο χρώμα της παραμένει αναλλοίωτη, ζωντανή, απείρακτη από τον νόμο της φθοράς και του χρόνου, μνημείο αιώνιο του θαύματος του Ταξιάρχη και του μαρτυρικού θανάτου των μοναχών. Δέχεται δε καθημερινά τα δώρα χιλιάδων ευλαβικών ψυχών, που αφήνουν εκεί την θερμή ευχαριστία τους για το θαύμα που τους έκανε ο Ταξιάρχης ή την ελπίδα τους για εκείνο που προσμένουν.




ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ

Ο καιρός «σκεπτικός», μελαγχολικός, συννε­φιασμένος. Πότε-πότε στάλες ψιλής βρο­χής συνεπλήρωναν το όλο σκηνικό της ακατάστατης αυτής ημέρας της 2ας Μαΐου 1987 και παραμο­νής της παλλεσβιακής πανήγυρης του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Μανταμάδου.Οι χριστιανοί απ’ όλο το νησί, αψη­φώντας τις κακές καιρικές συνθήκες, με τα πόδια, μικρά μικρά πολύχρωμα αν­θρώπινα ρυάκια, έτρεχαν προς την «θάλασσα» αυτή της ελπίδας, στον Ταξιάρ­χη Μανταμάδου, οδηγούμενοι, θαρρείς, κάθε χρόνο τις ημέρες αυτές από κά­ποιο αστέρι μαγικό, όμοιο μ' αυτό που οδήγησε τους Μάγους προς την Φάτνη.

Απ' όλο το βορειοδυτικό μέρος του Νησιού μας, για να έλθουν οι προσκυνητές με τα πόδια στον Ταξιάρχη Μαντα­μάδου, θα πρέπη να περάσουν απαραι­τήτως μέσα από την κωμόπολη της Α­γίας Παρασκευής, δώδεκα χιλιόμετρα α­πόσταση από τον Μανταμάδο. Εκεί ξε­κουράζονται για λίγο και με νέες δυνά­μεις συνεχίζουν την οδοιπορία τους προς τον Ταξιάρχη. Στο κέντρο του χω­ρίου αυτού έχει το καφενείο του ο Πλά­των Κούτρος. Από την Παρασκευή μέ­χρι τα ξημερώματα της Κυριακής, ημέρα της πανήγυρης του Προσκυνήματος, το καφενείο του κ. Κούτρου ήταν γεμάτο από τους οδοιπόρους προσκυνητές. Τους έβλεπε αυτός και προβληματιζό­ταν «Είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι ακόμα που να πιστεύουν τό­σο δυνατά, ώστε να διανύουν τέτοιες αποστάσεις με τα πόδια, για να πάνε να προσκυνήσουν τον Ταξιάρχη;» έλεγε. Όταν δε είδε δύο άνδρες να έχουν στην πλάτη τους από ένα αρνί, τάμα προς τον Ταξιάρχη, δεν άντεξε και τους πείραξε: «Για δες, μωρέ, μυαλό που έχουν μερικοί άνθρωποι· να σηκώνουν με την πλάτη αρνιά και να τα πάνε τόσο δρό­μο στον Ταξιάρχη! Τρώει ο Ταξιάρχης αρνιά;» και γέλασε. Οι ώρες κυλούσαν και όσο πλησίαζε το σούρουπο της παραμονής της πανήγυρης, τόσο οι προσκυνητές επλήθαιναν και ο κεντρικός δρόμος της κωμό­πολης της Αγίας Παρασκευής γέμιζε απ' αυτούς, που άλλοι σταματούσαν να ξε­κουραστούν και άλλοι πάλι συνέχιζαν την οδοιπορία τους χωρίς ανάπαυλα.

Η σύζυγος του κ. Κούτρου, που και αυτή βρισκόταν στο καφεvεio και βοηθούσε τον σύζυγό της στην πολλή δουλειά που είχε αυτές τις ώρες, του είπε: «Μου είχες υποσχεθή, Πλάτων, ότι θα με πή­γαινες την παραμονή το βράδυ στον Τα­ξιάρχη με το αυτοκίνητο να ανάψουμε ένα κερί. Τι λες, θα πάμε;» Εκείνος της απάντησε: «Δεν βλέπεις, βρε γυναίκα, τι δουλειά έχει το μαγαζί; Θα αφήσουμε τώρα τη δουλειά και θα τρέχουμε στον Ταξιάρχη;» Και λέγοντας αυτά βγήκε έ­ξω από το καφενείο, για να πάρη πα­ραγγελίες των πελατών προσκυνητών. Η σύζυγος του στενοχωρέθηκε με το φέρσιμο του αυτό και μετά από λίγο τον άφησε μόνο του στη δουλειά και πήγε στο σπίτι της. Ήταν πια περασμένα μεσάνυκτα και η κίνηση των προσκυνητών δεν έλεγε να σταματήση. Κατά τις μιάμιση μετά τα μεσάνυκτα έφτασε η τελευταία παρέα προσκυνητών και κάθησε στα καθίσμα­τα έξω από το καφενείο του κ. Κού­τρου. Στην παρέα αυτή υπήρχαν και γνωστοί του, που προθυμοποιήθηκε να τους κεράση. Τότε του ήλθε η σκέψη να δώση χρήματα σ' έναν απ’ αυτούς να του ανάψουν ένα κερί στον Ταξιάρχη. Με τον τρόπο αυτόν, σκέφτηκε, θα δικαιολογιόταν στην γυναίκα του λέγον­τας της αργότερα στο σπίτι: «Γυναίκα, δεν σε πήγα στον Ταξιάρχη, αλλά εγώ έδωσα να μας ανάψουν το κερί μας».

Βγήκε από το καφενείο και την προσο­χή του την τράβηξε κάποιος άνδρας που καθόταν κοντά σε μια γνωστή του κοπέλλα από την Καλλονή. Σκέφθηκε ότι θα την συνώδευε στον Μανταμάδο και χωρίς καθυστέρηση απευθύνθηκε προς αυτόν και τον ρώτησε:— Πάτε και σεις στον Μανταμάδο;— Ναι, του απάντησε αυτός.— Πάρτε τα χρήματα αυτά και ανάψ­τε ένα κερί και για μας. Ο άγνωστος άνδρας του πέταξε τα χρήματα πίσω και του λέγει:— Εσύ θα το ανάψης. Ο κ. Κούτρος χαμογέλασε και αφού μάζεψε τα χρήματα από κάτω του τα ξαναέδιδε πίσω λέγοντας του:— Εγώ δεν πρόκειται να πάω· είμαι πολύ κουρασμένος· είμαι εγώ για τέτοια; Ο άγνωστος άνδρας απώθησε το χέ­ρι του κ. Κούτρου που κρατούσε τα χρήματα και του επανέλαβε την ίδια φράση:— Εσύ θα το ανάψης. Αυτός βλέποντας την επίμονη άρνηση του άγνωστου έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του και είπε γελώντας:— Ε, καλά, κέρδος έχουμε, και μπήκε πάλι στο καφενείο. Όμως το όλο παρουσιαστικό και η συμπεριφορά του άγνωστου άνδρα του έκανε μεγάλη εντύπωση. «Ποιος νάναι αυτός, που μου συμπεριφέρθηκε έτσι σαν να με διάταζε;» διερωτώνταν. Δεν άντεξε για πολύ και βγήκε πάλι έξω να μάθη, να ικανοποίηση την περιέργεια του. Ο άγνωστος δεν ήταν εκεί. Το κάθισμα του άδειο. Τον αναζήτησε με την ματιά του σ' όλη την παρέα· πουθενά. Πλησίασε την γνωστή του κοπέλλα και την ρώτησε:— Πού είναι αυτός που σε συνοδεύει; Δεν με συνοδεύει κανείς, απάντησε η κοπέλλα. Μα αυτός που καθόταν δίπλα σου, που του έδωσα τα χρήματα να μου ανάψη ένα κερί στον Ταξιάρχη και δεν δέ­χθηκε...; της εξήγησε ο κ. Κούτρος. Μα πότε; του απάντησε η γνωστή του. Δεν πήρα είδηση· πότε έγινε αυτό, πού καθόταν, πώς ήταν; Ο κ. Κούτρος την κοίταξε στα μάτια και διέκρινε την έκπληξη και απορία της. Κοίταξε πάλι το άδειο κάθισμα που πριν από λίγο καθόταν ο άγνωστος και στρεφόμενος πάλι προς την κοπέλλα της είπε:— Ασ' το, ξέχασε το! Και προχώρησε προς το καφενείο.

Σε λίγο και ο τελευταίος προσκυνητής έφευγε. Ο κ. Κούτρος τους έβλεπε να χάνωνται στην στροφή. Έμεινε μόνος, εντελώς μόνος. Η εικόνα του άγνωστου του ήλθε ολοζώντανη στην μνήμη του. «Λες να ήταν σημάδι του Ταξιάρχη αυτό και να θέλη να πάω ο ίδιος να του ανά­ψω το κερί;» σκέφθηκε. Αλλά αμέσως γέλασε: «Για δες που αρχίζω να σκέπτο­μαι και 'γω σαν αυτούς», μονολόγησε δυνατά και εννοούσε τους προσκυνητές. Κοίταξε το ρολόι του: περασμένες δύο το πρωί. Άφησε τις σκέψεις και βάλθηκε να τακτοποιήση το καφενείο, για να εί­ναι το πρωί έτοιμο. Μάζεψε τα ποτήρια από τα τραπέζια και πήρε την σκούπα να σκουπίση. Και τότε... ένας φοβερός αέρας, ένα βοητό πέταξε μακρυά την σκούπα από τα χέρια του και όλα τα καθίσματα μαζεύτηκαν σε ένα σωρό με πάταγο! Έπεσε ο ίδιος κάτω. Ένοιωθε το σώμα του να πονή.

Οι αφόρητοι πό­νοι παρέλυαν όλα του τα μέλη. Φώναξε δυνατά και έχασε τον έλεγχο των αι­σθήσεων του. Από την στιγμή αυτή και έπειτα δεν θυμάται τίποτα, μόνο έντονο το αίσθη­μα του πόνου σ' όλο του το σώμα. Την συνέχεια μας την αφηγείται η γυναίκα του: «Ήταν πολύ αργά, μας λέει, και χτύ­πησε η πόρτα του σπιτιού μας. Ποιος νάναι; σκέφτηκα. Ο άνδρας μου έχει κλειδί.— Ποιος είναι; ρώτησα.Εγώ, απάντησε μια φωνή που έμοι­αζε του ανδρός μου. Εσύ είσαι, Πλάτων; ξαναρώτησα να βεβαιωθώ. Ναι, άνοιξε μου, ακούστηκε σβησμέ­νη η φωνή του. Έτρεξα γρήγορα και του άνοιξα. Μόλις μπήκε στην αυλή μού είπε:— Πήγαινε κλείσε το μαγαζί, γιατί εγώ σήμερα υπέφερα πολλά δεινά. Από ποιόν; ρώτησα.Από τον Ταξιάρχη! Και λέγοντας αυτά σωριάστηκε στην αυλή παράλυτος και άφωνος. Έχασε τη φωνή του. Έτρεξα γρήγορα στους δικούς μου και φέραμε γιατρό. Ο γιατρός του έκα­με δύο ενέσεις και μας είπε να τον πάμε αμέσως στο νοσοκομείο στη Μυτιλήνη, γιατί υποπτευόταν εγκεφαλικό. Αμέσως πήραμε το ταξί και ξεκινήσα­με. Σ' όλον το δρόμο ο Πλάτων βογκού­σε από τους πόνους, αλλά δεν επικοι­νωνούσε με το περιβάλλον του και δεν μπορούσε να άρθρωση λέξη. Στα μισά του δρόμου του ήλθε η φωνή και με ρώτησε: Πού πάμε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα.— Στρίψτε. Πηγαίντε με στον Ταξιάρ­χη. Στον Μανταμάδο... Και αμέσως πά­λι περιήλθε στην πρότερα κατάσταση.

Φτάσαμε στο νοσοκομείο και οι για­τροί, αφού τον εξέτασαν, μάς είπαν:— Δεν μάς φαίνεται για εγκεφαλικό. Κάποια άλλη αιτία είναι. Θα τον βάλου­με τώρα σε κρεβάτι και σε ορούς, αλλά θα πρέπη να τον πάτε αύριο στην Αθή­να. Θα τον δουν αύριο το πρωί και οι άλλοι γιατροί, αλλά η περίπτωσή του φαίνεται τέτοια που δεν έχουμε τα ειδικά μέσα να την ελέγξουμε.Τον βάλανε ορούς. Ο Πλάτων συνε­χώς βογκούσε. Τα μέλη του ήταν παράλυτα. Τα μάτια του ανοιχτά, αλλά δεν μπορούσε να μας μιλήση. Η ημέρα άρχισε να ροδίζη. Όλοι μας είμασταν γύρω από το κρεβάτι του και προσπαθούσαμε να δούμε κάτι που θα μας αναπτέρωνε τις ελπίδες μας προς το καλύτερο, όταν ο Πλάτων άνοιξε διά­πλατα τα μάτια του, με κοίταξε με απορία μαζί με αγωνία και με ρώτησε:— Πού είμαστε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα. Δεν σου είπα να με πάτε στον Ταξιάρχη; Θα σε πάμε. Κάτσε να γίνης λίγο καλά και θα σε πάμε. Αν δεν με πάτε στον Ταξιάρχη θα πεθάνω.

Και λέγοντας αυτά μαζί με την φωνή του χάνει και το φως του! Βλέποντας αυτό όλα, δεν χάνω καιρό. Βγάζω γρήγορα τους ορούς και με την βοήθεια των δικών μου τον μεταφέρουμε σε ταξί και κατ' ευθείαν στον Ταξιάρχη, στον Μανταμάδο. Φτάσαμε στον Ταξιάρχη, αλλά μας ή­ταν αδύνατον να μπούμε στην εκκλησία από τις χιλιάδες των προσκυνητών που καθόταν υπομονετικά στην πελώρια σειρά αναμονής. Μιλήσαμε στα όργανα της τάξεως και εκείνα, βλέποντας να κρατάμε σηκωτό τον Πλάτωνα και πα­ράλυτο, αυτόν δε να μουγκρίζη από τους πόνους, μάς έκαμαν χώρο, και από το μέσον του ναού, που βρισκόταν οι επίσημοι, με κόπο, έπειτα από πολύ ώρα φτάσαμε εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου.

Αφήσαμε κάτω τον Πλάτω­να τυφλό, βουβό και παράλυτο. Σε λίγο άρχισε η Μεγάλη Είσοδος. Την στιγμή ακριβώς που ο αρχιερεύς έπαιρνε το άγιο δισκάριο από τον διάκονο και άρχισε να δέεται υπέρ των προσκυνη­τών, βλέπουμε τον Πλάτωνα να κάνη μια προσπάθεια. Σηκώνεται επάνω, ορμά στην εικόνα του Αρχαγγέλου και κάνον­τας τον σταυρό του, φωνάζει:— Βλέπω, βλέπω, Ταξιάρχη μου!! Έτρεξα κοντά του. Με αγκάλιασε. Έ­κλαιγε· κλαίγαμε όλοι μας από χαρά. Μείναμε κοντά στην εικόνα έως το τέ­λος ευχαριστώντας τον Ταξιάρχη ευτυχισμένοι».Στο σημείο αυτό ο κ. Κούτρος μάς λέ­γει: «Μέχρι τη στιγμή που σηκώθηκα και ξαναβρήκα το φως και τη φωνή μου, δεν αισθανόμουν χρόνο, χώρο, παραστάσεις και πρόσωπα· όταν ξαφνικά, ένας αέρας δυνατός με σήκωσε στα πό­δια μου και αμέσως όλες οι αισθήσεις μου λειτούργησαν φυσιολογικά».Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο κ. Κούτρος ακολούθησε την λιτάνευση της εικόνας με τη σύζυγό του και τους συγγενείς του.

Οι επίσημοι προσκυνηταί, ο στρατη­γός, ο διοικητής του ναυτικού κλιμακίου, ο διοικητής της Πυροσβεστικής, οι εκ­πρόσωποι του ημερησίου τύπου κ.ά. έλεγαν αργότερα με θαυμασμό στον Μητροπολίτη μας: «Τον βλέπαμε με δέ­ος να ακολουθή την λιτανεία, γιατί ζή­σαμε όλες τις εκφάνσεις του θαυμαστού γεγονότος μέσα στον ναό, ως αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες. Τον είδαμε να τον μεταφέρουν από εμπρός μας βογγώντας και να τον αφήνουν εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου. Τον είδα­με να σηκώνεται, να κάμη τον σταυρό του, να αγκαλιάζη την γυναίκα του και να κλαίνε από χαρά. Τα είδαμε όλα αυ­τά και συγκλονιστήκαμε- αλλά περισσό­τερο, όταν τον είδαμε να ακολουθή την λιτάνευση υγιέστατος!»

Ο Σεβασμιώτατος ζήτησε να δη τον άνθρωπο αυτόν, που μέχρι τότε μάς ή­ταν εντελώς άγνωστος. Ψάξαμε παν­τού, ρωτήσαμε, μα δεν τον βρήκαμε. Αργότερα, μάθαμε γιατί. Μετά την λιτάνευση της εικόνας οι συγγενείς του κ. Κούτρου τον έπεισαν ότι θα έπρεπε να πήγαιναν και στο Νο­σοκομείο να τον εξετάσουν οι γιατροί και εν ανάγκη ακόμη και στην Αθήνα, για να δουν τι θα έλεγε και η επιστήμη, ώστε να είναι πια σίγουροι ότι πράγμα­τι είναι καλά!!! Εκείνος, ζαλισμένος ακόμα από την περιπέτεια του, πείστηκε και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Όταν έφτασαν εκεί, ο κ. Κούτρος άρχισε να μη νοιώθη τόσο καλά, όπως πρώτα. Το κεφάλι του θό­λωνε. Τα μέλη του και ιδιαίτερα το δεξί του χέρι και πόδι τα ένοιωθε κάπως μουδιασμένα. Οι γιατροί απεφάνθησαν ότι έπρεπε να πάνε το συντομώτερο στην Αθήνα. Έφυγαν αμέσως. Πήγαν σε πολλούς και καλούς για­τρούς. Όλοι ζητούσαν το ιστορικό, και εκείνος τους έλεγε ακριβώς τι συνέβη. Εκείνοι τον κορόιδευαν και του έλεγαν ότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα. «Γί­νονται θαύματα, καϋμένε;». Και συνιστούσαν στην γυναίκα του να τον πάη σε νευρολόγο ή νευρολογική κλινική!!!

Η σύζυγος του έκλεισε ραντεβού με ένα φημισμένο καθηγητή γιατρό νευρολόγο. Την νύχτα, παραμονή της ημέρας του ραντεβού με τον καθηγητή, ο κ. Κούτρος ήταν σε αθλία κατάσταση· σω­ματική και ψυχολογική. Το δεξί του χέρι παράλυτο, το πόδι του μόλις που το πατούσε. Το μυαλό του θολό με διαλεί­ψεις. Έκλαιγε συνεχώς και αναρωτιώνταν τι θα γίνη η κατάσταση του. Η γυ­ναίκα του τον παρηγορούσε και εκείνος ανυπομονούσε να ξημερώση να πάνε στον γιατρό. Όλη την νύκτα σ' αυτή την κατάσταση δεν έκλεισε μάτι. Τα ξη­μερώματα τον πήρε για πολύ λίγο ο ύπνος. Η γυναίκα του βλέποντας ότι τον πή­ρε ο ύπνος δεν ήθελε να τον ξυπνήση. Όμως δεν μπορούσε να κάνη διαφορε­τικά, τους περίμενε ο γιατρός.— Σήκω Πλάτων! Πέρασε η ώρα, αρ­γήσαμε, μας περιμένει ο γιατρός. Ο Πλάτων άνοιξε τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του με κάποια έκπληξη. Σιγά-σιγά η ματιά του γαλήνεψε, της χα­μογέλασε και είπε. Δεν χρειάζεται, δεν θα πάμε στον γιατρό. Μα τι λες; του απαντά εκείνη. Εσύ μέχρι προ ολίγου ανυπομονούσες πότε θα πάμε και τώρα λες τέτοια λόγια; Εκείνος πλάτυνε περισσότερο το χα­μόγελο του και της λέει:— Δεν την ξαναπαθαίνω, γυναίκα-φέρθηκα ανόητα, παρασύρθηκα. Τώρα έχω ακλόνητη την πίστη μου. Και συνέ­χισε:— Πριν λίγο, που με θόλωσε ο ύπνος, ήλθε ο Ταξιάρχης και μου είπε: «Ακόμη δεν έβαλες μυαλό; Συνεχίζεις τις αμφι­βολίες σου; Δεν σου έγινε μάθημα το ό,τι έπαθες; Ακόμη αμφιβάλεις; Δεν πρόκειται εδώ να γίνης καλά. Αυτό θα γίνη, όταν με πίστη έλθης στον ναό μου». Κατάλαβες γυναίκα; Ο Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης με συγχώρεσε και με καλεί κοντά του. θα γίνω καλά!

Πήγαινε βγά­λε εισιτήρια και φεύγουμε- φεύγουμε γρήγορα στον Μανταμάδο! Πράγματι την Τετάρτη 6 Μαΐου, τρεις ημέρες μετά την πανήγυρη, κατά τις δέ­κα το πρωί έφταναν στον Ταξιάρχη ο Πλάτων, η σύζυγός του και αρκετοί συγ­γενείς του. Τότε μας συστήθηκε και μας εξιστόρησε στο γραφείο του ναού όλη την περιπέτεια του. Όταν τέλειωσε, τον πήραμε οι ιερείς και τον πήγαμε μπροστά στην ανάγλυφο θαυματουργό εικόνα του Αρχαγγέλου. Στον δρόμο μας έδειχνε το παράλυτο δεξιό του χέρι και το πόδι του, που το έσερνε με δυσκολία. Μας ακολούθησαν όλοι οι συγ­γενείς του. Του βάλαμε ένα κάθισμα να καθίση και στο δεξί του χέρι του στερε­ώσαμε μία λαμπάδα. Ακριβώς την στιγ­μή αυτή μπήκαν στον ναό μία μεγάλη ομάδα προσκυνητών από την Νάουσα, που μόλις είχαν φτάσει με πούλμαν. Πε­ριμέναμε για λίγο να ανάψουν το κερί τους και έπειτα τους είπαμε, με λίγα λό­για, την θαυμαστή ενέργεια του Αρχαγ­γέλου που έγινε την ημέρα της πανήγυ­ρης επί του κ. Κούτρου και τους ζητήσα­με να συμμετάσχουν στην παράκληση που ετοιμαζόμασταν να ψάλουμε υπέρ του κ. Κούτρου και να συμπροσευχηθούν μαζί μας. Γονατίσαμε όλοι και αρχί­σαμε να ψάλλουμε την παράκληση των Αρχαγγέλων.

Ο κ. Κούτρος έκανε τον σταυρό του με το αριστερό του χέρι· δεν μπορούσε να κινήση το δεξί. Με με­γάλη κατάνυξη εψάλετο η παράκληση, όταν — ω Θεέ μου!!!— μόλις φτάσαμε και ψάλαμε τον ειρμό: Εισάκουσον, Μιχαήλ Αρχάγγελε, της φωνής των εν τω θείω ναώ σου, και προ της σης θειοτάτης εικόνος, γονυπετούντων θερμαίς παρακλήσεσι, και δος των ευχών επιτυχείν, και χαρά απελθείν εις τα ίδια, ο Πλάτων, που καθόταν στο κάθισμα, πετάχτηκε σαν ελατήριο ψηλά βγάζον­τας συγχρόνως μια δυνατή κραυγή και έπεσε πάνω στην εικόνα. Με το δεξί του χέρι τώρα έκανε τον σταυρό του και λόγια ευχαριστίας έβγαιναν σαν χεί­μαρρος από το στόμα του. Όλοι τώρα είχαν σηκωθή όρθιοι και προσπαθού­σαν με κάθε κύτταρο του σώματος τους, με όλο τους το είναι, να εκδηλώσουν τον θαυμασμό γι' αυτά που ξετυλίγονταν μπροστά τους, να εκδηλώσουν την χα­ρά για την σωτηρία του άγνωστου «αδελφού» τους. Άλλοι συνέχιζαν να ψάλ­λουν μαζί μας την παράκληση κάνοντας συνεχώς μαζί με τον σταυρό τους και μεγάλες μετάνοιες. Άλλοι δοξολογού­σαν τον Θεό και τον Αρχάγγελό Του Μιχαήλ με αυτοσχέδιες δοξολογίες, που η γεμάτη πίστη καρδιά τους υπαγόρευε.

Μερικοί έτρεξαν, πήραν λαμπάδες και τις μοίρασαν σε όλους. Ήταν μια ανά­σταση, μια ψυχική ανάταση, μια ανεπα­νάληπτη εμπειρία. Ήταν μια δυνατή στιγμή που η πίστη αβίαστα άνθιζε και σκορπούσε ένα χρώμα, ένα άρωμα, μια ομορφιά μέσα απ’ τις καρδιές. Ω Θεέ μου, πόσο δυνατή η πίστη! Αλλά και πόσο όμορφη η άδολη αγά­πη!!!
Η παράκληση τελείωσε. Ο μέχρι τότε γονατιστός μπροστά στην εικόνα Πλάτων, απ’ τη στιγμή της θεραπείας του, σηκώθηκε. Έκαμε πολλές φορές τον σταυρό του, ασπάσθηκε την εικόνα του Αρχαγγέλου κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση και στρεφόμενος προς όλους έλεγε: «Είμαι καλά, είμαι πάλι γερός, νοι­ώθω καλύτερα από πρώτα». Όλοι με δάκρυα στα μάτια έτρεξαν να τον ακουμπήσουν, να τον συγχα­ρούν. Εκείνος τους έσφιγγε το χέρι λέ­γοντας: «Δέστε, το χέρι μου είναι γερό, γερό σαν πρώτα».Τώρα ο κ. Κούτρος βρίσκεται πάλι στο χωριό του, στην Αγία Παρασκευή, υγιέστατος και εξυπηρετεί μόνος του την πελατεία του καφενείου του. Με μια διαφορά: Τώρα πια δεν έχει αμφιβολίες, τώρα είναι ο πιο θερμός κήρυκας της Εκκλησίας του Χρίστου. Πολλαίς περιπέπτωκα συμφοραίς,και νόσοις ποικίλαιςεκ πολλών μου αμαρτιών,διό Μιχαήλ ο Ταξιάρχηςκαι Γαβριήλ με πασών τούτων ρύσασθε.

 Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, Το Ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη Μαν­ταμάδου, Τόμος Α', Μυτιλήνη 1988, σ. 109-117.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΕΥΧΟΣ 8-9
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ






ΝΕΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

Ήταν ένα γλυκό Αυγουστιάτικο βραδινό. Ο εσπερινός τελείωνε όταν μια παρέα προσκυνητές, έφτανε στο Ναό μας.
—Πάτερ, την ευχή σας. Είναι ευλογημένο να διανυκτερεύσουμε εδώ απόψε και το πρωί να εκκλησιαστούμε και να κοινωνήσουμε;
Ήταν μια νεαρή γυναίκα που ρωτούσε και που με κάποιον άλλον νεαρό, βοηθούσαν ένα παλληκάρι να στέκεται όρθιο και να βαδίζει.
—Βεβαίως. Κανένα πρόβλημα. Έχουμε χώρο για όλους σας.
—Ευχαριστούμε πολύ, να είστε καλά. Μήπως εδώ μένει ο Δεσπότης;
—Όχι, όμως αύριο το πρωί θα μας επισκεφθεί.
—Αλήθεια; Ω Θεέ μου! Ανέλπιστη χαρά μας δίνετε, πάτερ μου.
—Μα τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνω.
—Πάτερ μου, ο Ταξιάρχης έκανε ένα μεγάλο θαύμα στον αδελφό μου, είναι αυτός εδώ, ο Διονύσης.

Η νεαρή γυναίκα λέγοντας τις τελευταίες λέξεις στράφηκε προς το παλ¬ληκάρι που κρατούσε αγκαζέ μαζί με τον άλλο νεαρό. Με ένα τρυφερό χαμόγελο τον οδήγησε μπροστά μου, με τη βοήθεια του άλλου νέου. Το παλληκάρι έκανε μια υπόκλιση, όσο του επέτρεπε η κατάσταση του και απλώνοντας το χέρι του πήρε το δικό μου και το ασπάστηκε με σεβασμό.
—Πάτερ, είναι ο αδελφός μου ο Διονύσης, συνέχισε η νεαρή γυναίκα, ο Ταξιάρχης στην κυριολεξία τον έσωσε, σχεδόν τον ανέστησε από νεκρό. Κατά τη νοσηλεία του αδελφού μου στο Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας Αθηνών, πέρασαν απ’ αυτό και γνώρισαν τον αδελφό μου και είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας και ο πατήρ Χρήστος, ο συνεφημέριός σας, όταν και εκείνος είχε την περιπέτεια με την πρεσβυτέρα του στο ίδιο Νοσοκομείο. Βέβαια τότε ο αδελφός μου ήταν σε βαθύ κώμα και δεν τους γνώρισε• όμως εκείνοι προσευχήθηκαν για κείνον. Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι ευλογία, είναι για μας, όταν στην πρώτη μας ευχαριστήριο επίσκεψη προς τον Ταξιάρχη, να παρευρίσκεται ο Σεβασμιώτατος και να συμπροσεύχεται και να συνδοξολογεί τον Αρχάγγελο μαζί μας, για τη θαυμαστή Του ενέργεια στον αδελφό μου.

Μιλώντας, έρριξε μια ματιά στον Διονύση, που έδειχνε σημεία κόπωσης, λόγω του προσφάτου ατυχήματος του- και απευθυνόμενη πάλι σε μένα, συνέχισε:
—Αν είναι ευλογημένο, πάτερ μου, θα ήθελα λίγο να τακτοποιήσω τα πράγματά μας και να περιποιηθώ τον αδελφό μου, γιατί ακόμη έχει ανάγκη από εμάς, και έπειτα να έλθω στο Γραφείο και να σας εξιστορήσω, μαζί με. τον ξάδελφό μου, το θαυμαστό αυτό γεγονός με κάθε λεπτομέρεια.

—Μην ενοχλείστε, δεν πειράζει. Τακτοποιείστε τα πράγματά σας, ξεκουρα¬στείτε και αύριο μετά τη θεία λειτουργία, που θάναι εδώ και ο Δεσπότης μάς τα εξιστορείτε όλα με την ησυχία σας. Είμαι βέβαιος ότι θα χαρεί πάρα πολύ να μάθει την έκβαση αυτού του γεγονότος, από πρώτο χέρι, με κάθε λεπτομέρεια.
—Να είναι ευλογημένο, πάτερ μου. Ευχαριστούμε πολύ. Αύριο με υγεία.
Είχε τελειώσει η θεία λειτουργία και καθώς πηγαίναμε στο Γραφείο για καφέ, μαζί με την παρέα του Διονύση έφτασε ο Δεσπότης. Ήταν απερίγραπτη η χαρά όλης της παρέας μόλις τον αντίκρυσαν. Έτρεξαν όλοι κοντά του χαρούμενοι. Έβαλαν μετάνοια και του φίλησαν με σεβασμό το χέρι.

—Τι κάνετε Σεβασμιώτατε, τον θυμάστε τον Διονύση μας;
—Μα είναι δυνατόν; Είναι το παιδί, που νοσηλευόταν στο Κρατικό, με το τροχαίο;
—Μάλιστα, μάλιστα, Σεβασμιώτατε, αυτός είναι. Θαύμα, θαύμα του Ταξιάρχη!
—Δόξα σοι ο Θεός! Παιδιά μου πολύ χαίρομαι. Ξέρετε, με είχε συγκινήσει πολύ η περίπτωση του Διονύση και συχνά αναρωτιόμουν για την έκβαση της υγείας του. Και να που σήμερα τον βλέπω υγιέστατο μπροστά μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του μεγάλου Θεού. Παιδιά μου, θα μου επιτρέψτε να πάω μέσα, να προσκυνήσω τον Αρχάγγελο, γιατί μόλις έφτασα και έρχομαι στο Γραφείο να τα πούμε με την ησυχία μας και με κάθε λεπτομέρεια.
—Νάναι ευλογημένο, Δέσποτα.
Ο Σεβασμιώτατος, κατευθύνθηκε συγκινημένος προς τον Ναό, υμνώντας το όνομα του μεγάλου Θεού και ευχαριστώντας τον Αρχάγγελο.
Σε λίγο στο Γραφείο του Ναού, ακούγαμε όλοι κατάπληκτοι από την Ελένη και το Νίκο τα γεγονότα τα του θαύματος, να ξετυλίγονται αστραπιαία και θαυμαστά.
—Σεβασμιώτατε, ονομάζομαι Ελένη και είμαι η αδελφή του Διονύση, παντρεμένη και μένω στο Ναύπλιο, Σουλίου 8.

Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά, 25-4-1993, χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου,.... και πληροφορούμαι ότι ο αδελφός μου ο Διονύσης χτύπησε σε τροχαίο και βρίσκεται, στο Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας στην Αθήνα. Το ακουστικό έφυγε από τα χέ¬ρια μου όταν με παρότρυναν να κάνουμε όσο το δυνατόν σύντομα, γιατί ο αδελφός μου ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Ετοιμοθάνατος! «Τον προλαβαίνετε, δεν τον προλαβαίνετε», μου είπαν χαρακτηριστικά.
Φύγαμε αμέσως για την Αθήνα. Πώς αισθανόμουν στον δρόμο για την Αθήνα, δεν μπορώ να το εκφράσω, ήταν μια φοβερή εμπειρία! Ένοιωθα να βουλιάζει σιγά-σιγά ο κόσμος ολόκληρος. Αισθανόμουν ότι τα πάντα για μένα έχαναν ξαφνικά την αξία τους! Δεν μετρούσε για μένα τίποτα. Μόνο μέσα από ένα μεταξωτό ιστό αράχνης, αμυδρά, διέκρινα με τη φαντασία μου το Διονύση μας αιμόφυρτο και ετοιμοθάνατο. Και τότε, το μόνο που ήθελα, ήταν να βρεθώ κοντά του, να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω, να τον σφίξω και να του ξαναδώσω τη δύναμη και τη ζωή. Τα λεφτά μού φαινότανε ώρες και οι ώρες αιώνες. Σε κάποια στιγμή σχεδόν λιποθύμησα, όταν μέσα στο αμάξι μύρισε, πολύ αισθητά, λιβάνι! Πάει πέθανε, σκέφτηκα και ένοιωθα να χάνω τις αισθήσεις μου.

Φτάσαμε στο Νοσοκομείο και η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο φοβερή από εκείνη της φαντασίας. Ο Διονύσης αιμόφυρτος πάνω στο κρεββάτι αναίσθητος σε αφασία. Με φώναξαν στο Γραφείο οι γιατροί και μου είπαν επί λέξει: «Κορίτσι μου, τι να σου πούμε, το παιδί είναι ξεγραμμένο. Το μυαλό του έγινε γιαούρτι. Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα».
Ρώτησα για κάποια εγχείριση, για κάτι άλλο που θα μας έδινε κάποιες ελπίδες. «Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα, δεν σηκώνει ούτε εγχείριση», μου είπαν και συνέχισαν: «Εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».
Γονατιστοί όλη τη νύχτα στο προσκεφάλι του, παρακαλούσαμε το Θεό να τον λυπηθεί και να τον αναστήσει.

Το πρωί επισκέφθηκε τον αδελφό μου ο άριστος κρανιολόγος γιατρός κ. Μουρουζίνης. Τον εξέτασε πολύ ώρα και στο τέλος κουνώντας το κεφάλι του είπε:
«Είτε έτσι, είτε αλλιώς ο νεαρός είναι χαμένος, ας του κάνουμε μια επέμβαση στο κεφάλι του. Βέβαια οι πιθανότητες δεν είναι ούτε μία στις χίλιες, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο καλύτερο». Το δεχτήκαμε. Πώς να κάναμε διαφορετικά; Ο αδελφός μου χανόταν!
Μπήκε στο χειρουργείο στις δώδεκα το μεσημέρι. Κατά το διάστημα της εγχείρισης, μας πήρε τηλέφωνο στο Νοσοκομείο ο ξάδελφός μας ο Νίκος και μας είπε πράγματα που μας ζωήρεψαν τις ελάχιστες και υποτονικές ελπίδες μας. Άλλα καλύτερα να σας τα εξιστορήσει αυτά ο ίδιος.
Λέγοντας αυτά η Ελένη, στράφηκε στο νεαρό δίπλα της, που βοηθούσε μαζί της τον Διονύση.

—Μάλιστα Σεβασμιώτατε. Λέγομαι Νίκος Καλογήρου. Είμαι 22 χρόνων και σπουδάζω μαζί με την αδελφή μου Ελένη στη Θεσσαλονίκη. Η διεύθυνση μας: ...... Το τηλέφωνο μας: ......
Την Κυριακή του Θωμά 25-4-1993, η αδελφή μου και γω ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη, απ’ την οποία είχαμε φύγει, για να περάσουμε τις διακοπές του Πάσχα κοντά στους δικούς μας. Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε στις 7 το απόγευμα. Αμέσως πήραμε τηλέφωνο τους δικούς μου, όπως άλλωστε συνηθίζουμε, για να ενημερώσουμε τους δικούς μας ότι φτάσαμε καλά. Συνάμα ρωτήσαμε και για κείνους, πώς είναι και αν έχουν κανένα νεότερο από το πρωί που φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Μας είπαν ότι είναι όλα μια χαρά, όπως τα ξέραμε. Κουρασμένοι από το πολύωρο ταξίδι μας, πολύ νωρίς πήγαμε για ύπνο.
Τη νύχτα, ένα όνειρο με συγκλόνισε. Βρέθηκα μέσα σε ένα Νοσοκομείο, για μένα άγνωστο, και πάνω σε ένα κρεββάτι, ντυμένο στα μαύρα, τον ξάδελφό μου ξαπλωμένο. Τον ρωτάω τι έπαθε και εκείνος μου δείχνει το κεφάλι του, που ήταν γεμάτο αίματα, και μου λέει ότι χτύπησε. Τότε ακούω τη φωνή του πατέρα μου να με φωνάζει: Νίκο-Νίκο! Δεν τον έβλεπα, όμως ακολούθησα τη φωνή του και βρέθηκα σε μια μικρή Εκκλησιά, που βρισκόταν στην αυλή του Νοσοκομείου. Στο μέσον της Εκκλησίας στεκόταν ο πατέρας μου και κυττούσε προς το μέρος μου. Στα δεξιά μου βλέπω μία εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Βγάζω το μαντήλι μου και την σκουπίζω, γιατί μου φάνηκε λερωμένη. Το μαντήλι λερώθηκε.

Τότε βλέπω τον πατέρα μου να μού δείχνει την αριστερή πλευρά του Ναού και στο σημείο που βρισκόταν μια άλλη εικόνα, που όμως ήταν τόσο μαύρη, που δεν φαινόταν το πρόσωπο του εικονιζόμενου αγίου. Συγχρόνως ο πατέρας μου, με προστακτικό ύφος μού έλεγε τα εξής: Πες στην Ελένη, την ξαδέλφη σου, να την καθαρίσει. Ανήσυχος απ’ αυτά όλα το πρωί, παίρνω μια θεία μου τηλέφωνο στο Ναύπλιο να ρωτήσω. Δεν πήρα το σπίτι μου, γιατί γνώριζα ότι όλοι τους δούλευαν. Τότε μαθαίνω το θλιβερό γεγονός. Ρώτησα για την ξαδέλφη μου, την Ελένη και μού είπε ότι είναι στο Νοσοκομείο της Νικαίας. Εκεί πήρα τηλέφωνο και αφού έμαθα λεπτομέρειες και την απελπιστική κατάσταση του Διονύση, ρώτησα την Ελένη αν υπάρχει στο χώρο του Νοσοκομείου καμμιά Εκκλησιά.

Μου απάντησε ότι δεν το γνώριζε. Τότε της είπα το όνειρο και την παρότρυνα να ψάξει και αν υπήρχε, να κυττούσε στον αριστερό μπαίνοντας τοίχο της. Παρακάτω, Σεβασμιώτατε, ας συνεχίσει εκείνη.

—Όταν άκουσα αυτά από τον ξάδελφό μου Νίκο, Σεβασμιώτατε, κάποιες ελπίδες άρχισαν να αναπτερώνονται. Όταν θα βγουν σωστά τα λόγια του ξαδέλφου μου, είπα μέσα μου, τότε θα πει ότι ο Διονύσης μας θα σωθεί. Ρωτήσαμε και μάθαμε ότι υπήρχε κάτω Εκκλησία του Νοσοκομείου. Τρέξαμε με τους συγγενείς μου και ψάξαμε. Πράγματι στο αριστερό τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα μικρό ξύλινο εικόνισμα κατάμαυρο!!! Το ξεκρεμάσαμε αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε τι αναπαριστούσε. Πήρα βαμβάκι και οινόπνευμα και το καθάρισα. Ω Θεέ μου! Έλαμψε ολόκληρο! Αστραποβολούσε! Όμως και πάλι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιον άγιο εικόνιζε. Όταν το είδε η θεία μου. η μητέρα του Νίκου, σταυροκοπήθηκε και το καταφιλούσε, το είχε γνωρίσει! Ο Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης του Μανταμάδου!!! φώναζε. Είχε έλθει πριν δυο χρόνια και είχε πάρει το εικόνισμα Του και τους δυο τόμους των βιβλίων Του. Να το εικόνισμα Σεβασμιώτατε, είπε η Ελένη και ανοίγοντας το πουκάμισο του Διονύση το έβγαλε από τη θήκη του και το έδωσε στον Δεσπότη μας. Εκείνος το κύτταξε για λίγο και έπειτα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια, το ακούμπησε στα χείλη του. Ήταν ένα ξύλινο μικρό εικονισματάκι του Ταξιάρχη μας, απ’ αυτά που έχουμε στο περίπτερο του Ναού, για τους προσκυνητές μας.

Αφού το προσκυνήσαμε όλοι μας, η Ελένη το πήρε, το έβαλε πάλι στη θέση του και συνέχισε:
—Τελείωσε η εγχείριση στον εγκέφαλο του αδελφού μου. Οι γιατροί δεν μας έδιναν περισσότερες ελπίδες απ’ ότι πριν την εγχείριση, δηλαδή μία τοις χιλίοις! «Το μυαλό του», μας έλεγαν, «είναι σα γιαούρτι- και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω. Ανθρωπίνως και επιστημονικώς κάναμε το καλύτερο, τώρα μόνο ένα θαύμα τον σώζει». Ζήτησα να μου επιτρέψουν να μπω στην εντατική και να του βάλω το εικόνισμα επάνω του. Μου το επέτρεψαν. Μπήκα και του το φόρεσα.

Το πρωί, 27-4-93, μας παίρνει πάλι τηλέφωνο ο Νίκος απ’ τη Θεσσαλονίκη. Και μου λέει ότι πάλι είδε όνειρο σημαδιακό και πως πρέπει να εντείνουμε τις προσευχές μας, γιατί ο Διονύσης θα γίνει καλά!
—Ναι, Σεβασμιώτατε, συνεχίζει, παίρνοντας τον λόγο ο Νίκος. Το βράδυ της 26ης προς την 27η βλέπω πάλι να βρίσκομαι στο Νοσοκομείο και να θέλουν δυο μαυροφορεμένοι άνδρες, να μας πάρουν τον Διονύση, μέσα σε ένα μαύρο μεγάλο αυτοκίνητο. Μετά από πολύ ώρα το κατώρθωσαν, αλλά το αυτοκίνητο δεν έφευγε. Κάποιος νέος, όμορφος, ξανθός, με ένα μικρό γενάκι και μέχρι τη μέση τον κατάξανθα σγουρά κυματιστά μαλλιά, εμφανίστηκε και αφού πήρε και έβαλε τον Διονύση πάνω σε ένα κρεββάτι του Νοσοκομείου, μου είπε: «Μην ανησυχείς! Ανοίξτε του μια τρύπα εδώ», δείχνοντας το λαιμό του, «βάλτε του την εικόνα της Παναγιάς στα χέρια του και αφήστε τον σε μένα». Το πρόσωπό του έχυνε μια γλυκεία λάμψη, που σε γαλήνευε, σε πλημμύριζε ευεξία και εμπιστοσύνη.

—Σκεφθείτε Δέσποτα πώς ένοιωσα, συνέχισε τώρα η Ελένη, όταν ενώ άκουγα αυτό από το Νίκο, έρχονται οι γιατροί, μπαίνουν βιαστικά στην εντατική και βγαίνοντας γρήγορα, έπαιρναν μαζί τους και τον Διονύση στο χειρουργείο για τραχειοτομή!!! Μάς είπαν επί λέξει:
«Έχει χειροτερεύσει η κατάσταση του. Τώρα έχει και πνευμονία με υψηλό πυρετό. Τον πάμε αμέσως για τραχειοτομή να τον προλάβουμε, γιατί κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να πνιγεί»! Μετά από την τραχειοτομή, τον λυπήθηκε πράγματι η ψυχή μου. Δεν ζούσε. Τα μηχανήματα τον κρατούσαν φυτό!! Στο σημείο αυτό έχασα όσο θάρρος μού είχε απομείνει. Λύγισα σαν άνθρωπος και χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, έφυγα στο Ναύπλιο να πάρω τα ρούχα του για το επερχόμενο μοιραίο. Απ' εκεί έφερα μαζί μου και τα βιβλία του Ταξιάρχη, το Ιστορικό και τα θαύματά Του. Κάποιος, θαρρείς μέσα μου, με έσπρωχνε να τα πάρω από τη θεία μου μαζί μου! Όταν επέστρεψα και είδα τον αδελφό μου ζωντανό, μετάνοιωσα πικρά για την ολιγοπιστία μου. Ζήτησα ταπεινά συγγνώμη, για την αδυναμία μου αυτή και γονατιστή μέρα και νύχτα έξω από την εντατική, διάβαζα τα θαύματά Του και παρακαλούσα για τη σωτηρία του αδελφού μου.

Όσο διάβαζα το βιβλίο με τα θαύματα, τόσο ένοιωθα κοντά μας την παρουσία του Άγιου. Οι ελπίδες πάλι δειλά-δειλά ερχότανε να πάρουν τη θέση της απογοήτευσης και απόγνωσης και σιγά-σιγά γιγάντωναν και πολλαπλασιάζονταν. Οι ενημερώσεις των γιατρών δεν με προβλημάτιζαν πια και δεν με ενδιέφεραν πολύ, παρ’ όλο που ήτανε άσχημες! Κι αυτό γιατί τώρα γνώριζα ότι πάνω και από τους γιατρούς, βρίσκεται ο Άγιος, κι ότι Αυτός μόνο επιμελείται τον αδελφό μου. Τα βιβλία αυτά μού έδωσαν την ηρεμία, τη δύναμη, τη δυνατή πίστη, την υπομονή, την καρτερία.

Με 40 πυρετό επί 8 ήμερες στην εντατική πάλεψε με τον θάνατο ο Διονύσης, με σύμμαχο τον Ταξιάρχη. Οκτώ ολόκληρες ημέρες έμοιαζε με νεκρό. Οι γιατροί μας έλεγαν ότι: «Δυστυχώς χάνουμε ελπίδες, παρά κερδίζουμε»! Και την ογδόη, μεγάλε μου Άγιε Ταξιάρχη! Άνοιξε τα μάτια του!!! Από τότε και μετά, κάθε μέρα και ένα μηχάνημα απομακρυνόταν από τον αδελφό μου, μέχρι που έφυγε και το τελευταίο.

Οι γιατροί κατάπληκτοι έλεγαν: «Αυτό δεν μπορούσε να γίνει φυσιολογικά ή τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό και σε τόσο λίγο χρόνο! Το μυαλό του αδελφού σας ήταν πράγματι "γιαούρτι". Μόνο ένα θαύμα, στην κυριολεξία, θα μπορούσε να τα δικαιολογήσει όλα αυτά, μόνο ένα θαύμα»!!!

Στο διάστημα των 8 αυτών ημερών, που ο Διονύσης μας πάλευε με τον θάνατο, επισκεφθήκατε Σεβασμιώτατε την πρεσβυτέρα του πατρός Χρήστου και γνωρίσατε τον Διονύση μας. Ο πατήρ Χρήστος σας είχε μιλήσει για τα όνειρα του ξαδέλφου μου, την εύρεση της εικόνας και σεις θελήσατε να δείτε τον αδελφό μου και να τον ευλογήσετε. Να ξέρατε τότε, Σεβασμιώτατε, τι κουράγιο και δύναμη μας δίνατε, όταν μας είπατε ότι: «Αφού θέλησε ο Ταξιάρχης να τον πάρει υπό την προστασία Του, μη φοβάστε, είναι μεγάλη ευλογία και όλα θα πάνε καλά. Μόνο μη χάνετε την πίστη σας και να προσεύχεστε ζεστά, μέσα από την καρδιά σας. Ο Κύριος πάντοτε ανταποκρίνεται στις θερμές μεσιτείες του Αρχαγγέλου Του». Τα λόγια Σας αυτά, Σεβασμιώτατε, ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση των θαυμάτων του Ταξιάρχη, που κάθε μέρα διαβάζαμε και ξαναδιαβάζαμε. Η παρουσία Σας αυτή, στις δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής μας, ήταν ευεργετική. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ μέσα απ’ την καρδιά μας, για όλα.

«Παιδί μου», ψέλλισε συγκινημένος ο Δεσπότης μας, «εμείς δεν κάναμε τίποτα, ενώσαμε τις προσευχές μας, όπως είχαμε υποχρέωση, μαζί με τις δικές σας. Ο Κύριος πάντοτε δίνει ό,τι του ζητούνε, με αληθινή πίστη, υπομονή και επιμονή! Και η δική σας η πίστη, η υπομονή και η επιμονή ήταν πράγματι υποδειγματική. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται (Ματθ. ζ' 8)».
—Σεβασμιώτατε, παρά λίγο να το ξεχάσω, είπε η Ελένη. Ο Αρχάγγελος έκαμε και δεύτερο θαύμα!
—Τι παιδί μου;
—Η Ελένη Μαϊοράνου, ήταν Πεντηκοστιανή. Λέω ήταν, γιατί τώρα δεν είναι. Ο Ταξιάρχης, με τις επεμβάσεις Του, την έκανε ορθόδοξη!!!

Ήταν αποκλειστική του αδελφού μου, μέσα στην εντατική. Σαν Πεντηκοστιανή δεν πίστευε στις εικόνες και επομένως ούτε και στην εικόνα του Ταξιάρχη, που βρήκαμε στην Εκκλησία του Νοσοκομείου. «Μη πιστεύετε», μας έλεγε συνεχώς, «μη πιστεύετε σε θαύματα και μάλιστα θαύματα από εικόνες άγιων. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα».

Όταν όμως έβλεπε αργότερα, την εξέλιξη της υγείας του Διονύση, κλονίστηκε και μας είπε: «Αν πράγματι γίνει καλά εντελώς ο Διονύσης, θα πάω στον Μανταμάδο, στον Ταξιάρχη, στη θαυμαστή Του εικόνα και το δικό μου παιδί»! Το παιδί της είχε κάποια άγνωστη ασθένεια. Φύγαμε από το Νοσοκομείο και σε δυο μήνες έπρεπε να το επισκεφτούμε πάλι για αξονική εξέταση. Όταν ανεβήκαμε στην νευρολογική χειρουργική του Νοσοκομείου, βρήκαμε την Ελένη, την αποκλειστική του Διονύση. Μόλις μας είδε έμεινε άφωνη. Κάθισε για λίγο μαρμαρωμένη, σαν να έβλεπε φαντάσματα και έπειτα έτρεξε κατεπάνω μας και μας αγκάλιασε όλους δακρυσμένη. «Τι κάνεις, Ελένη;» τη ρωτήσαμε. Εκείνη μας παρέσυρε λίγο παράμερα και μας είπε: «Τώρα πίστευω, τώρα πιστεύω. Είναι πιο φωτεινό και από τον ήλιο ότι εσείς έχετε δίκαιο, οι ορθόδοξοι.

 Ακούστε τι έχω να σας πω: Χθες τη νύχτα είδα στο όνειρό μου, ότι βρισκόμουν σε μια γαληνεμένη θάλασσα και ήρθε και με συνάντησε κάποιος νέος, ωραίος και μελαψός και μού λέγει: "Πήγαινε αύριο στη νευρολογική χειρουργική του Νοσοκομείου να δεις και να πιστέψεις. Σου έχω μια μεγάλη έκπληξη". Είμαι εδώ από το πρωί, γιατί πίστευα ότι αυτός που μού μίλησε στο όνειρό μου ήταν ο Ταξιάρχης! Και να που βλέπω το Διονύση μας αναστημένο! Γιατί, για νεκρανάσταση πρόκειται. Ποτέ, μα ποτέ δεν πίστευα ότι το παιδί αυτό θα μπορούσε να γίνει καλά και μάλιστα με τέτοια διαύγεια του νου έπειτα από τέτοια κάκωση που είχε στον εγκέφαλό του. Αυτό είναι πράγματι ένα θαύμα, ένα αληθινό θαύμα του Ταξιάρχη! Τώρα πιστεύω και μετανοιώνω που τόσα χρόνια ήμουν σε τόση πλάνη!!! Με την πρώτη ευκαιρία θα πάω να προσκυνήσω την θαυμαστή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και να Του ζητήσω να με συγχωρέσει».

—Ξέρετε, Σεβασμιώτατε, —μίλησε για πρώτη φορά ο Διονύσης—, αν οι δικοί μου χαίρονται, τόσο πολύ, για τη θεραπεία μου, άλλο τόσο εγώ χαίρομαι για την επιστροφή στην Ορθόδοξη πίστη, της κ. Ελένης. Είναι μια αξιαγάπητη κυρία και σωστός άνθρωπος. Είμαι πολύ ευχαριστημένος, που εξ αιτίας του ατυχήματός μου σώθηκε μια ψυχή. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», όπως έλεγαν οι πρόγονοι μας. Δόξα σοι ο Θεός!
Ο Σεβασμιώτατος σηκώθηκε. Πλησίασε τον Διονύση που με τη βοήθεια των δικών του είχε σηκωθεί. Τον ασπάσθηκε σταυρωτά και άφησε να ακουμπήσει το κεφάλι του νέου στον αριστερό του ώμο, χτυπώντας χαϊδευτικά την πλάτη του. Είχαν δακρύσει και οι δυο τους και η συγκίνηση αυτή είχε απλωθεί παντού μέσα στο χώρο του Γραφείου του Ναού και μας συνεπήρε όλους. Έπειτα, δειλά-δειλά και άχρωμα στην αρχή, ακούστηκε η φωνή του Σεβασμιωτάτου: «Των ουρανίων Στρατιών Αρχιστράτηγε...» Τον ακολουθήσαμε όλοι μαζί συγκινημένοι...

Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 7
Μάρτιος - Μάιος 1990

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου