Καπετάν Ράμναλης από το Ίσωμα*
Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός
Δάσκαλος
Το 1955 ο αείμνηστος Σταύρος Μάνεσης γυρίζει την Μακεδονία και μελετά τα γλωσσικά ιδιώματα. Εκεί συναντά γέρους που αναθυμούνται το δράμα της σκλαβιάς. Ένας εκατοχρονίτης γέροντας του λέει το εξής πρωτότυπο. «Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε σκλάβοι σε ξένα χέρια επ’ άπειρον το γραφτό έλεγε πως θα ενωθούμε με την Ελλάδα, γιατί Ελλάς θα πει…. Έλα».
Ίσως η αφελής αυτή «ετυμολογική» ανάλυση του εθνικού μας ονόματος να είναι και η ωραιότερη που έχει γραφτεί. Άθελά του όμως ο γέροντας, ετυμολόγησε μία άλλη λέξη, την ελευθερία, η οποία προέρχεται από το ρήμα έρχομαι, από τον μέλλοντα του «ελεύσομαι», που σημαίνει «θα έλθω».
Η ελευθερία είναι το αγαθό που έρχεται στους λαούς που έχουν τόλμη και αρετή. Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός πως ο εθνικός μας ύμνος, είναι “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”....
Λέμε πολλές φορές πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το σωστό είναι πως δεν επαναλαμβάνεται η ιστορία, απλώς οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Πριν η Μακεδονία περιέλθει οριστικά -με το αίμα των παιδιών της Ελλάδας- στους κόλπους της μητρός της, ταλανιζόταν από τις δολοπλοκίες και τις ασχημονίες των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που την προόριζαν για την Βουλγαρία. Όπως συμβαίνει στις μέρες μας, έτσι και πριν από την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό, η Μακεδονία το ενδοξότερο, τολμώ να πω, τμήμα του Ελληνισμού και της ιστορία μας, είχε καταντήσει διπλωματικό παίγνιο των ισχυρών της γης.
Κινδύνευε η πανάρχαια «ελληνίδα γη» να αποκοπεί από τον εθνικό κορμό. Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μία ολιγόλογη ιστορική αναδρομή, από την επανάσταση του ’21, ως την στιγμή που παλικάρια, σαν τον καπετάν Ράμναλη, ζώνονται τα όπλα και υπερασπίζονται το χώμα που τους γέννησε, που μπαίνουν «ες αεί» στο εικονοστάσι της Μακεδονίας, ως ήρωες Μακεδονομάχοι.
Πριν από τον αγώνα
Από το 1797 ο πρωτομάρτυρας και πρωτομάστορας της λευτεριάς μας, Ρήγας Φερραίος, παροτρύνει τους Μακεδόνες να ξεσηκωθούν. Γράφει στο «Θούριό» του: «Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήστε για μια /και αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά».
Να αναφέρω εδώ παρενθετικά πως ο πρώτος κλεφταρματολός που αναφέρει η ιστορία, ο Καραμιχάλης, έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου, λίγες μόλις δεκαετίες μετά την άλωση της Πόλης. Ήταν Μακεδών. Κατά την Επανάσταση του ’21 η Μακεδονία επαναστατεί. Μπορεί η επίσημη ιστορία να γράφει πως απέτυχε, όμως η επανάσταση στην Μακεδονία καθήλωσε για πολύ καιρό τα τουρκικά στρατεύματα και έδωσε την ευκαιρία στους επαναστάτες των Νοτίου Ελλάδας να εδραιώσουν την Επανάσταση. Το τέλος της Επανάστασης βρίσκει όμως την Μακεδονία εκτός του αρτιγέννητου κράτους. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1829 πληρεξούσιοι των Μακεδόνων προσφύγων στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους υποβάλλουν υπόμνημα στον Καποδίστρια με το οποίο τον παρακαλούν να ζητήσει «παρά των Προστάτιδων Δυνάμεων, ίνα και η σκληρώς αγωνισθείσα Μακεδονία συμπεριληφθεί εις τα όρια του ελευθέρου κράτους».
Το 1828-29 ξεσπά ρωσοτουρκικός πόλεμος που διεξήχθη κυρίως επί του βουλγαρικού εδάφους. Οι Ρώσοι τότε ανακαλύπτουν έκπληκτοι έναν λαό που ομιλεί ένα σλαβικό ιδίωμα που προσομοίαζε με την ρωσική γλώσσα. Ερωτώμενοι βέβαια οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, τι είναι, απαντούν στο σλαβικό ιδίωμα, «Ρωμηοί». Τότε ουσιαστικά αρχίζει η αφύπνιση του βουλγαρικού στοιχείου, υποκινούμενου από τη Ρωσία. Τα σχέδια των Ρώσων για έξοδο στο Αιγαίο μέσω ενός υποχείριού τους λαού, θα υλοποιηθούν με την ανασύσταση βουλγαρικού κράτους. Πλήθος Ρώσων προπαγανδιστών περιτρέχουν την Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, την Βόρειο Μακεδονία εξάπτοντας τον βουλγαρικό εθνικισμό. Δεν παραλείπει το «ξανθό γένος» να ενσπείρει και να στρέψει το μίσος των Βουλγάρων κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1854 ξεσπά ο Κριμαϊκός Πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων. Η Μακεδονία επαναστατεί κατά των Τούρκων. Οι ελπίδες αναπτερώνονται. Στα Γρεβενά πρωτοστατεί ο περίφημος αρματολός και αγωνιστής του ’21 Θεόδωρος Ζιάκας.
Στη Χαλκιδική ο γιος του «Γέρου της Μακεδονίας», Τσάμης Καρατάσος, στον Όλυμπο οι τοπικοί οπλαρχηγοί. Δυστυχώς οι εκβιασμοί των Μ. Δυνάμεων κατά του ανίσχυρου ελληνικού βασιλείου αφήνουν αβοήθητους τους Επαναστάτες. Η επανάσταση σβήνει. Επακολουθεί όπως γράφουν μαρτυρίες της εποχής «χαλασμός».
Το 1866 εξερράγη η Κρητική Επανάσταση. Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη, Ιγνάτιεφ, για να επιτύχει την εύνοια του Σουλτάνου υπέρ των Βουλγάρων, παρότρυνε τους τελευταίους να προσφερθούν για να πολεμήσουν στο πλευρό των Τούρκων τον κοινό εχθρό Βουλγάρων και Τούρκων, τους Έλληνες. Το 1869 λήγει η Κρητική Επανάσταση, ο σουλτάνος πνέει μένεα κατά των Ελλήνων. Τότε το 1870 συντάσσει ο Ιγνάτιεφ το περίφημο αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο ιδρύεται η Βουλγαρική Εξαρχία, που αποσκιρτά από το Πατριαρχείο.
Ο Μακεδονικός αγώνας
Από την στιγμή αυτή μπορούμε να πούμε πως αρχίζει ο ένδοξος Μακεδονικός Αγώνας. Το άρθρο 10 του φιρμανιού -αυτό είναι το σημαντικότερο- προέβλεπε πως εφόσον το 2/3 των κατοίκων μιας περιοχής επιθυμούσαν να προσέλθουν στην Εξαρχία, τότε η περιοχή εντασσόταν σ’ αυτήν. Οι Βούλγαροι βρήκαν πλέον το μέσο και τον τρόπο για να εκβουλγαρίσουν την Μακεδονία. Εφεξής Πατριαρχικός σήμαινε Έλληνας και Εξαρχικός, Βούλγαρος. Η επίτευξη της πλειοψηφίας των 2/3 αποτέλεσε τον κύριο σκοπό των Βουλγάρων. Οι απειλές και οι διώξεις αρχίζουν. Το 1877-78 ξεσπά νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Η Τουρκία νικάται κατά κράτος υπογράφοντας την ολέθρια συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που προβλέπει την Μεγάλη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι χωρίς να ρίξουν ούτε ένα βόλι ιδρύουν ένα τεράστιο κράτος (κάτι παρόμοιο που γίνεται σήμερα με την Αλβανία). Οι ελληνικοί πληθυσμοί των μακεδονικών πόλεων και χωριών με συλλαλητήρια και ψηφίσματα και κυρίως η αντίδραση των Άγγλων και Γάλλων στις ρωσικές επιδιώξεις, επιμελώς κρυπτόμενες πίσω από τον Βουλγαρισμό, ακυρώνουν στο Βερολίνο το 1878 τα σχέδια. Ιδρύονται όμως δύο ηγεμονίες, η Βουλγαρική και της Ανατολικής Ρωμυλίας την οποία η Βουλγαρία προσαρτά αμαχητί το 1885.
Η αντίδραση του ισχνού Ελληνικού κρατιδίου καταπνίγεται από τις λεγόμενες Προστάτιδες Δυνάμεις με τον γνωστό πανάθλιο αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων. Η Μακεδονία επαναστατεί με πρωταγωνιστή τον ηρωικό επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο και αρχηγό τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη. Μπορεί να απέτυχε η επανάσταση, όμως, όπως γράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «δε θα καταγραφόταν έγκαιρα η ελληνική αντίδραση στους κινδύνους που περιέκλειαν για τη Μακεδονία οι όροι της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου». Οι Βούλγαροι όμως αποθρασύνονται. Οι δολοφονίες Ελλήνων ιερέων, δασκάλων και προκρίτων είναι πλέον το μέσον εξαναγκασμού για προσχώρηση στην εξαρχία. Ιδρύουν το 1893 το Μακεδονικό Κομιτάτο. Δεν τολμούν να το ονομάσουν βουλγαρικό γιατί η λέξη Βουλγαρία είναι μισητή στους Μακεδόνες. Ταυτόχρονα ρίχνουν το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Σκοπός τους η αυτονομία και κατόπιν η προσάρτηση. Το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας τους έχει ανοίξει την όρεξη. Μετά και τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, συμμορίες Κομιτατζήδων εγκληματούν απροκάλυπτα κατά του ελληνικού στοιχείου. Το 1902 ο Άγγλος Γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης γράφει σε έκθεσή του: « Η δολοφονία είναι το κυριότερο όπλο των Κομιτατζήδων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός.
Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματα του. Χιλιάδες εφονεύθησαν τα τελευταία έξ έτη». Το επίσημο κράτος τρομαγμένο κα ντροπιασμένο ακολουθεί την πολιτική της «άψογου στάσεως». Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Αντιδρά όμως το Πατριαρχείο. Γύρω στο 1900 στέλνει νέους και δραστήριους Ιεράρχες στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας να οργανώσουν την άμυνα και να εμψυχώσουν τους κατατρομοκρατημένους πληθυσμούς.
Ο Πολυανής Φώτιος
Μεταξύ αυτών και ο επίσκοπος Πολυανής και μετέπειτα και Κιλκισίου Φώτιος Παγιώτας. Το 1904 αναλαμβάνει στη Δοϊράνη το βαρύ έργο. Λίγα λόγια για τον ηρωικό ιεράρχη. «Ο Μητροπολίτης Φώτιος υπήρξε άσπιλος, ακαταπόνητος αγωνιστής, εμπνευσμένος ιεράρχης, χαρακτήρας μεγίστης δράσεως, στυλοβάτης του Χριστιανισμού και του Γένους εις την αιματοβαμμένην γην της Μακεδονίας. Επ’ αυτού δε αντανακλάται η λάμψις των παλαιών Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου και Χρυσοστόμου». Στην Δοϊράνη και στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς, ο Φώτιος, χάρις στην δυναμικότητά του, επανέφερε πολλούς κατοίκους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γύριζε έφιππος τα χωριά και σκόρπιζε θάρρος, ελπίδα και χαρά για τον Ελληνισμό.
Οι Βούλγαροι ζητούσαν πολλές φορές τρόπο να τον φονεύσουν, αλλά ουδέν επέτυχαν. Το 1913 οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν αιχμάλωτο κατά την υποχώρησή τους, τον μετέφεραν στην Βουλγαρία με σκοπό να τον εκτελέσουν, αλλά η προέλαση των Ρουμάνων μέχρι την φυλακή του Φωτίου απέτρεψε τα δόλια σχέδια. Δραπέτευσε ο Φώτιος και μάλιστα ο ίδιος ο βασιλιάς της Ρουμανίας ζήτησε να τον δει, για να θαυμάσει την ανδρεία και το φρόνημά του Μητροπολίτη. Όταν οι Βούλγαροι τον απείλησαν με την ζωή του, αυτόπτες μάρτυρες λένε ότι απάντησε: «Και αν έναν δεσπότην φονεύσετε, πολλοί άλλοι Πολυανής υπάρχουν, η Ελλάδα είναι αιώνια». Επέστρεψε ο σεπτός ιεράρχης στην Μητρόπολή του την οποία εποίμανε μέχρι την κοίμησή του, το 1928.
Ο καπετάν Ράμναλης
Ταυτόχρονα μαζί με τους ηρωικούς ιεράρχες αντιδρούν και ντόπιοι Μακεδόνες που πολλές φορές ομιλούν το σλαβικό ιδίωμα. Το 1907 ο Γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρέ σημειώνει γι’ αυτούς «Πάντες ούτοι οι Μακεδόνες, ανεξαρτήτως της γλώσσης, την οποία ομιλούν, προτιμούν να σταυρωθούν παρά των Βουλγάρων, παρά ν’ αρνηθούν τον Ελληνισμόν τους». Μεταξύ αυτών και ο καπετάν Ράμναλης.
Γεννήθηκε στο χωριό Ράμνα, σημερινό Ίσωμα του Κιλκίς, το 1885. Γονείς του ο Δημήτριος και η Δομνίτσα Βίλιογλου. Οι γονείς του καθώς και ένας θείος του δολοφονήθηκαν από τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες, όταν ο Γιάννης ήταν 17 ετών. Οργανώνει μόνος του ομάδα από συγχωριανούς του και εκδικείται τις δολοφονίες αθώων από τους Βούλγαρους. Δεν αργεί η φήμη του να φτάσει στο Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Έρχεται κρυφά σ’ αυτό και εκεί ακούει σιωπηλός τον γραμματέα του Προξενείου Δημήτριο Ζώη, που δεν ήταν άλλος από την υπολοχαγό Δημήτριο Κάκκαβο, μετέπειτα αντιστράτηγο, να του αναθέτει μία αποστολή.
Το φθινόπωρο του 1904 η κοινωνία των Σερρών ήταν ανάστατη, γιατί ένας πλούσιος Σερραίος είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βούλγαρους, για να το κάνουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια, σημειώνει ο Μόδης. Ο καπετάν Ράμναλης πήγε στις Σέρρες και ο προδότης βρέθηκε νεκρός. Ο καπετάνιος γυρίζει στον τόπο του και συνεχίζει τη δράση του . Την ημέρα δούλευε στα χωράφια του και το βράδυ μεταμορφωνόταν στον τρομερό καπετάν -Φάντασμα, όπως τον έλεγαν οι Βούλγαροι. Κανείς δεν φανταζόταν πως το αμούστακο παιδαρέλι είναι ο τρομερός εκδικητής. Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά από το σκοτάδι, χτυπούσε και πάλι χανόταν. Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους Βούλγαρους και τους προδότες της περιοχής Λαγκαδά. Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. Μα δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι από αντάρτικό σώμα. Κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα.
Οι Βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα. Σιγά-σιγά το όνομά του έγινε στα χείλη των χωρικών προσευχή. Ήταν ο μεγάλος λαϊκός ήρωας. Οι διαταγές και οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμη κι ο τρομερός Τούρκος λήσταρχος Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε σημεία ζωής.
Στο μεταξύ ο Ράμναλης έπεσε με τα μούτρα για να μάθει γράμματα. Πήγαινε στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του πρόκριτου Ζάννα κι εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα. Η φιλομάθειά του ήταν πρωτοφανής. Ήθελε να γίνει αξιωματικός και να δοξαστεί. Αλλά και πάλι εξαφανιζόταν χωρίς προειδοποίηση. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο δρούσε είναι το παρακάτω γεγονός. Η γυναίκα του Ζάννα, διάβασε στις εφημερίδες πως ένα Βούλγαρος Κομιτατζής παπάς βρέθηκε στον πάτο ενός πηγαδιού. Ρωτά τον καπετάνιο:
“- Εσύ τον σκότωσες Γιάννη;
- Όχι κυρία Ζάννα, εγώ τέτοια πράγματα δεν κάνω.
- Τότε;
- Να μόλις με είδε που πήγα να του πάρω την ευλογία, τόσο πολύ τρόμαξε, που έπεσε μόνος του μέσα στο πηγάδι”.
Με τη Νεοτουρκική Επανάσταση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Οι Τούρκοι αξιωματικοί σκοτώνονταν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθεί μαζί του. Ο άγριος Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς, ένας γιγαντόσωμος άνδρας, που είχε τρομοκρατηθεί κι είχε λουφάξει από τη δράση του νεαρού καπετάνιου, μούντζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε: -«Ντροπή στο μπόι και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, που τρόμαξες απ’ αυτό το νιάνιαρο».
Μόλις πέρασε ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι το Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Είχαν αρχίσει να δολοφονούν οι Νεότουρκοι τους Μακεδονομάχους.
Εκεί εξακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια τις σπουδές του. Πήρε και πτυχίο σχολαρχείου.
Όταν συναντούσε γνωστούς Μακεδονομάχους αξιωματικούς, τους αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές. Το 1910 περίπου πηγαίνει και στο σχολή αξιωματικών, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει λόγω του ότι ήταν ολιγογράμματος και μετά από έναν χρόνο περίπου εγκαταλείπει τη σχολή και επανέρχεται στην περιοχή Λαγκαδά. Η παραμονή του πρώτου βαλκανικού πολέμου για την απελευθέρωση της Μακεδονίας βρίσκει τον καπετάν Ράμναλη να ξαναοργανώνει ομάδα από τα παλικάρια του. Την παραμονή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης με δέκα άντρες, έχοντας στήσει ενέδρα στο Δερβένι, κλείνει το δρόμο στην εμπροσθοφυλακή της Βουλγαρικής μεραρχίας η οποία είχε στρατοπεδεύσει στην Άσσυρο.
Έτσι νομίζοντας ότι την περιοχή κατέχει ο ελληνικός στρατός οι Βούλγαροι καθυστέρησαν για ένα 24ωρο, με αποτέλεσμα να μπει πρώτος ο ελληνικός στρατός και να απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη. Εν συνεχεία αποκόβει τις τηλεπικοινωνίες του Ταξίμ Πασά της Θεσσαλονίκης, ώστε να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την Υψηλή Πύλη, όπως λεγόταν τότε η κυβέρνηση της Τουρκίας, και να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Αν επικοινωνούσε ο φρούραρχος Θες/νικης με την Κωνσταντινούπολη τα πράγματα είναι σίγουρο πως θα περιπλεκόταν.
Οι Ρώσοι καιροφυλακτούσαν και θα πίεζαν να παραδοθεί η πόλη του Αγίου Δημητρίου στους Βούλγαρους. Ο αγώνας του Καπετάν Γιάννη Ράμναλη δεν σταματά εδώ, διότι σύντομα αρχίζει ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και την παραμονή του πολέμου λαμβάνει μέρος στον αγώνα για ξεκαθάρισμα της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους που είχαν έρθει δόλια, τάχα για ξεκούραση. Γνωρίζοντας τη βουλγαρική γλώσσα έδρασε αστραπιαία, σαν λιοντάρι, ξεκαθαρίζοντας τις σκοπιές του βουλγαρικού στρατού. Στις 17 Ιουνίου 1913 πρώτος μπαίνει με την ομάδα του στον Λαγκαδά και βοηθά με οποιονδήποτε τρόπο τον ελληνικό στρατό στη μάχη του Λαχανά και της Νιγρίτας. Μετά το πέρας του πολέμου αποσύρεται στα Λαγκαδίκια Λαγκαδά, παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά, το Δημήτρη και τη Δομνίτσα. Δολοφονείται το 1923 από ομάδα ληστών. Αυτή ήταν εν ολίγοις η δράση του λαμπρού παλικαριού.
Το χρέος μας σήμερα
Σήμερα διερχόμαστε μια κρίσιμη καμπή του λεγόμενου μακεδονικού θέματος. «Αυτό που κερδήθηκε με αίμα, χάνεται με το μελάνι». Είναι, δυστυχώς, μία μεγάλη αλήθεια, που προκαλεί λύπη και αγανάκτηση στο λαό μας. Μία ένδοξη ιστορία, μία διαδρομή γεμάτη αγώνες, θυσίες και αίματα υποκλέπτεται από ένα γειτονικό κρατίδιο, χάρις στο «μελάνι» των ισχυρών και κυρίως του πανίσχυρου. Με φανερή πλαστογράφηση της ιστορίας, καταπατώντας χιλιετή ιστορικά δεδομένα, κατορθώνουν οι Σκοπιανοί, μέσα σε 60 μόλις χρόνια, να οικειοποιηθούν το ένδοξο όνομα.
Μια ελληνοβουλγαρική ουσιαστικά διένεξη, που λύθηκε «δια των όπλων», κατέληξε σε αγωνιώδη προσπάθεια του Ελληνισμού να περισώσει τα όσια και τα ιερά του. Μπορούμε ασφαλέστατα να μιλάμε σήμερα για έναν νέο Μακεδονικό Αγώνα, έναν αγώνα ύπουλο, αφανή, ανηλεή, που μετατοπίσθηκε πλέον στις ψυχές.
Ο αγώνας είναι και πνευματικός και όσο δεν θα βρεθεί Έλληνας πολιτικός ή πολίτης, ο οποίος θα αποδεχθεί το ανοσιούργημα, ο αγώνας θα είναι νικηφόρος. Ο Ίων Δραγούμης ο μεγάλος Μακεδονομάχος πολιτικός έλεγε το εξής: «Ο καθένας πρέπει να ξέρει ότι σ’ αυτόν έλαχε να σώσει το έθνος του, έτσι θα προσπαθήσουν πολλοί και θα το σώσει όποιος μπορέσει. Και αλήθεια να ήταν πως ούτε έναν Έλληνα δεν βρίσκεις στη Μακεδονία, πρέπει να είναι ελληνική η Μακεδονία. Άλλα κράτη αρπάζουν πολιτείες και χώρες και ‘μεις, και κείνα που είναι δικά μας και εκείνα δεν τα κρατάμε». Ο λόγος του είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος σήμερα.
«Οι νεκροί πεθαίνουν όταν λησμονιούνται» λέει ο ποιητής. Ο καπετάν Ράμναλης, ο ήρωας , ο Μακεδονομάχος ζη διότι δεν λησμονιέται.
* Κείμενο ομιλίας κατά την τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του Καπετάν Ράμναλη στο Ίσωμα, 1998
Πηγή
Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός
Δάσκαλος
Το 1955 ο αείμνηστος Σταύρος Μάνεσης γυρίζει την Μακεδονία και μελετά τα γλωσσικά ιδιώματα. Εκεί συναντά γέρους που αναθυμούνται το δράμα της σκλαβιάς. Ένας εκατοχρονίτης γέροντας του λέει το εξής πρωτότυπο. «Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε σκλάβοι σε ξένα χέρια επ’ άπειρον το γραφτό έλεγε πως θα ενωθούμε με την Ελλάδα, γιατί Ελλάς θα πει…. Έλα».
Ίσως η αφελής αυτή «ετυμολογική» ανάλυση του εθνικού μας ονόματος να είναι και η ωραιότερη που έχει γραφτεί. Άθελά του όμως ο γέροντας, ετυμολόγησε μία άλλη λέξη, την ελευθερία, η οποία προέρχεται από το ρήμα έρχομαι, από τον μέλλοντα του «ελεύσομαι», που σημαίνει «θα έλθω».
Η ελευθερία είναι το αγαθό που έρχεται στους λαούς που έχουν τόλμη και αρετή. Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός πως ο εθνικός μας ύμνος, είναι “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”....
Λέμε πολλές φορές πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το σωστό είναι πως δεν επαναλαμβάνεται η ιστορία, απλώς οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Πριν η Μακεδονία περιέλθει οριστικά -με το αίμα των παιδιών της Ελλάδας- στους κόλπους της μητρός της, ταλανιζόταν από τις δολοπλοκίες και τις ασχημονίες των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που την προόριζαν για την Βουλγαρία. Όπως συμβαίνει στις μέρες μας, έτσι και πριν από την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό, η Μακεδονία το ενδοξότερο, τολμώ να πω, τμήμα του Ελληνισμού και της ιστορία μας, είχε καταντήσει διπλωματικό παίγνιο των ισχυρών της γης.
Κινδύνευε η πανάρχαια «ελληνίδα γη» να αποκοπεί από τον εθνικό κορμό. Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μία ολιγόλογη ιστορική αναδρομή, από την επανάσταση του ’21, ως την στιγμή που παλικάρια, σαν τον καπετάν Ράμναλη, ζώνονται τα όπλα και υπερασπίζονται το χώμα που τους γέννησε, που μπαίνουν «ες αεί» στο εικονοστάσι της Μακεδονίας, ως ήρωες Μακεδονομάχοι.
Πριν από τον αγώνα
Από το 1797 ο πρωτομάρτυρας και πρωτομάστορας της λευτεριάς μας, Ρήγας Φερραίος, παροτρύνει τους Μακεδόνες να ξεσηκωθούν. Γράφει στο «Θούριό» του: «Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήστε για μια /και αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά».
Να αναφέρω εδώ παρενθετικά πως ο πρώτος κλεφταρματολός που αναφέρει η ιστορία, ο Καραμιχάλης, έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου, λίγες μόλις δεκαετίες μετά την άλωση της Πόλης. Ήταν Μακεδών. Κατά την Επανάσταση του ’21 η Μακεδονία επαναστατεί. Μπορεί η επίσημη ιστορία να γράφει πως απέτυχε, όμως η επανάσταση στην Μακεδονία καθήλωσε για πολύ καιρό τα τουρκικά στρατεύματα και έδωσε την ευκαιρία στους επαναστάτες των Νοτίου Ελλάδας να εδραιώσουν την Επανάσταση. Το τέλος της Επανάστασης βρίσκει όμως την Μακεδονία εκτός του αρτιγέννητου κράτους. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1829 πληρεξούσιοι των Μακεδόνων προσφύγων στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους υποβάλλουν υπόμνημα στον Καποδίστρια με το οποίο τον παρακαλούν να ζητήσει «παρά των Προστάτιδων Δυνάμεων, ίνα και η σκληρώς αγωνισθείσα Μακεδονία συμπεριληφθεί εις τα όρια του ελευθέρου κράτους».
Το 1828-29 ξεσπά ρωσοτουρκικός πόλεμος που διεξήχθη κυρίως επί του βουλγαρικού εδάφους. Οι Ρώσοι τότε ανακαλύπτουν έκπληκτοι έναν λαό που ομιλεί ένα σλαβικό ιδίωμα που προσομοίαζε με την ρωσική γλώσσα. Ερωτώμενοι βέβαια οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, τι είναι, απαντούν στο σλαβικό ιδίωμα, «Ρωμηοί». Τότε ουσιαστικά αρχίζει η αφύπνιση του βουλγαρικού στοιχείου, υποκινούμενου από τη Ρωσία. Τα σχέδια των Ρώσων για έξοδο στο Αιγαίο μέσω ενός υποχείριού τους λαού, θα υλοποιηθούν με την ανασύσταση βουλγαρικού κράτους. Πλήθος Ρώσων προπαγανδιστών περιτρέχουν την Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, την Βόρειο Μακεδονία εξάπτοντας τον βουλγαρικό εθνικισμό. Δεν παραλείπει το «ξανθό γένος» να ενσπείρει και να στρέψει το μίσος των Βουλγάρων κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1854 ξεσπά ο Κριμαϊκός Πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων. Η Μακεδονία επαναστατεί κατά των Τούρκων. Οι ελπίδες αναπτερώνονται. Στα Γρεβενά πρωτοστατεί ο περίφημος αρματολός και αγωνιστής του ’21 Θεόδωρος Ζιάκας.
Στη Χαλκιδική ο γιος του «Γέρου της Μακεδονίας», Τσάμης Καρατάσος, στον Όλυμπο οι τοπικοί οπλαρχηγοί. Δυστυχώς οι εκβιασμοί των Μ. Δυνάμεων κατά του ανίσχυρου ελληνικού βασιλείου αφήνουν αβοήθητους τους Επαναστάτες. Η επανάσταση σβήνει. Επακολουθεί όπως γράφουν μαρτυρίες της εποχής «χαλασμός».
Το 1866 εξερράγη η Κρητική Επανάσταση. Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη, Ιγνάτιεφ, για να επιτύχει την εύνοια του Σουλτάνου υπέρ των Βουλγάρων, παρότρυνε τους τελευταίους να προσφερθούν για να πολεμήσουν στο πλευρό των Τούρκων τον κοινό εχθρό Βουλγάρων και Τούρκων, τους Έλληνες. Το 1869 λήγει η Κρητική Επανάσταση, ο σουλτάνος πνέει μένεα κατά των Ελλήνων. Τότε το 1870 συντάσσει ο Ιγνάτιεφ το περίφημο αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο ιδρύεται η Βουλγαρική Εξαρχία, που αποσκιρτά από το Πατριαρχείο.
Ο Μακεδονικός αγώνας
Από την στιγμή αυτή μπορούμε να πούμε πως αρχίζει ο ένδοξος Μακεδονικός Αγώνας. Το άρθρο 10 του φιρμανιού -αυτό είναι το σημαντικότερο- προέβλεπε πως εφόσον το 2/3 των κατοίκων μιας περιοχής επιθυμούσαν να προσέλθουν στην Εξαρχία, τότε η περιοχή εντασσόταν σ’ αυτήν. Οι Βούλγαροι βρήκαν πλέον το μέσο και τον τρόπο για να εκβουλγαρίσουν την Μακεδονία. Εφεξής Πατριαρχικός σήμαινε Έλληνας και Εξαρχικός, Βούλγαρος. Η επίτευξη της πλειοψηφίας των 2/3 αποτέλεσε τον κύριο σκοπό των Βουλγάρων. Οι απειλές και οι διώξεις αρχίζουν. Το 1877-78 ξεσπά νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Η Τουρκία νικάται κατά κράτος υπογράφοντας την ολέθρια συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που προβλέπει την Μεγάλη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι χωρίς να ρίξουν ούτε ένα βόλι ιδρύουν ένα τεράστιο κράτος (κάτι παρόμοιο που γίνεται σήμερα με την Αλβανία). Οι ελληνικοί πληθυσμοί των μακεδονικών πόλεων και χωριών με συλλαλητήρια και ψηφίσματα και κυρίως η αντίδραση των Άγγλων και Γάλλων στις ρωσικές επιδιώξεις, επιμελώς κρυπτόμενες πίσω από τον Βουλγαρισμό, ακυρώνουν στο Βερολίνο το 1878 τα σχέδια. Ιδρύονται όμως δύο ηγεμονίες, η Βουλγαρική και της Ανατολικής Ρωμυλίας την οποία η Βουλγαρία προσαρτά αμαχητί το 1885.
Η αντίδραση του ισχνού Ελληνικού κρατιδίου καταπνίγεται από τις λεγόμενες Προστάτιδες Δυνάμεις με τον γνωστό πανάθλιο αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων. Η Μακεδονία επαναστατεί με πρωταγωνιστή τον ηρωικό επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο και αρχηγό τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη. Μπορεί να απέτυχε η επανάσταση, όμως, όπως γράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «δε θα καταγραφόταν έγκαιρα η ελληνική αντίδραση στους κινδύνους που περιέκλειαν για τη Μακεδονία οι όροι της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου». Οι Βούλγαροι όμως αποθρασύνονται. Οι δολοφονίες Ελλήνων ιερέων, δασκάλων και προκρίτων είναι πλέον το μέσον εξαναγκασμού για προσχώρηση στην εξαρχία. Ιδρύουν το 1893 το Μακεδονικό Κομιτάτο. Δεν τολμούν να το ονομάσουν βουλγαρικό γιατί η λέξη Βουλγαρία είναι μισητή στους Μακεδόνες. Ταυτόχρονα ρίχνουν το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Σκοπός τους η αυτονομία και κατόπιν η προσάρτηση. Το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας τους έχει ανοίξει την όρεξη. Μετά και τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, συμμορίες Κομιτατζήδων εγκληματούν απροκάλυπτα κατά του ελληνικού στοιχείου. Το 1902 ο Άγγλος Γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης γράφει σε έκθεσή του: « Η δολοφονία είναι το κυριότερο όπλο των Κομιτατζήδων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός.
Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματα του. Χιλιάδες εφονεύθησαν τα τελευταία έξ έτη». Το επίσημο κράτος τρομαγμένο κα ντροπιασμένο ακολουθεί την πολιτική της «άψογου στάσεως». Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Αντιδρά όμως το Πατριαρχείο. Γύρω στο 1900 στέλνει νέους και δραστήριους Ιεράρχες στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας να οργανώσουν την άμυνα και να εμψυχώσουν τους κατατρομοκρατημένους πληθυσμούς.
Ο Πολυανής Φώτιος
Μεταξύ αυτών και ο επίσκοπος Πολυανής και μετέπειτα και Κιλκισίου Φώτιος Παγιώτας. Το 1904 αναλαμβάνει στη Δοϊράνη το βαρύ έργο. Λίγα λόγια για τον ηρωικό ιεράρχη. «Ο Μητροπολίτης Φώτιος υπήρξε άσπιλος, ακαταπόνητος αγωνιστής, εμπνευσμένος ιεράρχης, χαρακτήρας μεγίστης δράσεως, στυλοβάτης του Χριστιανισμού και του Γένους εις την αιματοβαμμένην γην της Μακεδονίας. Επ’ αυτού δε αντανακλάται η λάμψις των παλαιών Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου και Χρυσοστόμου». Στην Δοϊράνη και στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς, ο Φώτιος, χάρις στην δυναμικότητά του, επανέφερε πολλούς κατοίκους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γύριζε έφιππος τα χωριά και σκόρπιζε θάρρος, ελπίδα και χαρά για τον Ελληνισμό.
Οι Βούλγαροι ζητούσαν πολλές φορές τρόπο να τον φονεύσουν, αλλά ουδέν επέτυχαν. Το 1913 οι Βούλγαροι τον συνέλαβαν αιχμάλωτο κατά την υποχώρησή τους, τον μετέφεραν στην Βουλγαρία με σκοπό να τον εκτελέσουν, αλλά η προέλαση των Ρουμάνων μέχρι την φυλακή του Φωτίου απέτρεψε τα δόλια σχέδια. Δραπέτευσε ο Φώτιος και μάλιστα ο ίδιος ο βασιλιάς της Ρουμανίας ζήτησε να τον δει, για να θαυμάσει την ανδρεία και το φρόνημά του Μητροπολίτη. Όταν οι Βούλγαροι τον απείλησαν με την ζωή του, αυτόπτες μάρτυρες λένε ότι απάντησε: «Και αν έναν δεσπότην φονεύσετε, πολλοί άλλοι Πολυανής υπάρχουν, η Ελλάδα είναι αιώνια». Επέστρεψε ο σεπτός ιεράρχης στην Μητρόπολή του την οποία εποίμανε μέχρι την κοίμησή του, το 1928.
Ο καπετάν Ράμναλης
Ταυτόχρονα μαζί με τους ηρωικούς ιεράρχες αντιδρούν και ντόπιοι Μακεδόνες που πολλές φορές ομιλούν το σλαβικό ιδίωμα. Το 1907 ο Γάλλος δημοσιογράφος Παγιαρέ σημειώνει γι’ αυτούς «Πάντες ούτοι οι Μακεδόνες, ανεξαρτήτως της γλώσσης, την οποία ομιλούν, προτιμούν να σταυρωθούν παρά των Βουλγάρων, παρά ν’ αρνηθούν τον Ελληνισμόν τους». Μεταξύ αυτών και ο καπετάν Ράμναλης.
Γεννήθηκε στο χωριό Ράμνα, σημερινό Ίσωμα του Κιλκίς, το 1885. Γονείς του ο Δημήτριος και η Δομνίτσα Βίλιογλου. Οι γονείς του καθώς και ένας θείος του δολοφονήθηκαν από τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες, όταν ο Γιάννης ήταν 17 ετών. Οργανώνει μόνος του ομάδα από συγχωριανούς του και εκδικείται τις δολοφονίες αθώων από τους Βούλγαρους. Δεν αργεί η φήμη του να φτάσει στο Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Έρχεται κρυφά σ’ αυτό και εκεί ακούει σιωπηλός τον γραμματέα του Προξενείου Δημήτριο Ζώη, που δεν ήταν άλλος από την υπολοχαγό Δημήτριο Κάκκαβο, μετέπειτα αντιστράτηγο, να του αναθέτει μία αποστολή.
Το φθινόπωρο του 1904 η κοινωνία των Σερρών ήταν ανάστατη, γιατί ένας πλούσιος Σερραίος είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βούλγαρους, για να το κάνουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια, σημειώνει ο Μόδης. Ο καπετάν Ράμναλης πήγε στις Σέρρες και ο προδότης βρέθηκε νεκρός. Ο καπετάνιος γυρίζει στον τόπο του και συνεχίζει τη δράση του . Την ημέρα δούλευε στα χωράφια του και το βράδυ μεταμορφωνόταν στον τρομερό καπετάν -Φάντασμα, όπως τον έλεγαν οι Βούλγαροι. Κανείς δεν φανταζόταν πως το αμούστακο παιδαρέλι είναι ο τρομερός εκδικητής. Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά από το σκοτάδι, χτυπούσε και πάλι χανόταν. Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους Βούλγαρους και τους προδότες της περιοχής Λαγκαδά. Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. Μα δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι από αντάρτικό σώμα. Κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα.
Οι Βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα. Σιγά-σιγά το όνομά του έγινε στα χείλη των χωρικών προσευχή. Ήταν ο μεγάλος λαϊκός ήρωας. Οι διαταγές και οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμη κι ο τρομερός Τούρκος λήσταρχος Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε σημεία ζωής.
Στο μεταξύ ο Ράμναλης έπεσε με τα μούτρα για να μάθει γράμματα. Πήγαινε στη Θεσσαλονίκη στο σπίτι του πρόκριτου Ζάννα κι εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα. Η φιλομάθειά του ήταν πρωτοφανής. Ήθελε να γίνει αξιωματικός και να δοξαστεί. Αλλά και πάλι εξαφανιζόταν χωρίς προειδοποίηση. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο δρούσε είναι το παρακάτω γεγονός. Η γυναίκα του Ζάννα, διάβασε στις εφημερίδες πως ένα Βούλγαρος Κομιτατζής παπάς βρέθηκε στον πάτο ενός πηγαδιού. Ρωτά τον καπετάνιο:
“- Εσύ τον σκότωσες Γιάννη;
- Όχι κυρία Ζάννα, εγώ τέτοια πράγματα δεν κάνω.
- Τότε;
- Να μόλις με είδε που πήγα να του πάρω την ευλογία, τόσο πολύ τρόμαξε, που έπεσε μόνος του μέσα στο πηγάδι”.
Με τη Νεοτουρκική Επανάσταση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Οι Τούρκοι αξιωματικοί σκοτώνονταν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθεί μαζί του. Ο άγριος Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς, ένας γιγαντόσωμος άνδρας, που είχε τρομοκρατηθεί κι είχε λουφάξει από τη δράση του νεαρού καπετάνιου, μούντζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε: -«Ντροπή στο μπόι και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, που τρόμαξες απ’ αυτό το νιάνιαρο».
Μόλις πέρασε ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι το Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Είχαν αρχίσει να δολοφονούν οι Νεότουρκοι τους Μακεδονομάχους.
Εκεί εξακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια τις σπουδές του. Πήρε και πτυχίο σχολαρχείου.
Όταν συναντούσε γνωστούς Μακεδονομάχους αξιωματικούς, τους αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές. Το 1910 περίπου πηγαίνει και στο σχολή αξιωματικών, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει λόγω του ότι ήταν ολιγογράμματος και μετά από έναν χρόνο περίπου εγκαταλείπει τη σχολή και επανέρχεται στην περιοχή Λαγκαδά. Η παραμονή του πρώτου βαλκανικού πολέμου για την απελευθέρωση της Μακεδονίας βρίσκει τον καπετάν Ράμναλη να ξαναοργανώνει ομάδα από τα παλικάρια του. Την παραμονή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης με δέκα άντρες, έχοντας στήσει ενέδρα στο Δερβένι, κλείνει το δρόμο στην εμπροσθοφυλακή της Βουλγαρικής μεραρχίας η οποία είχε στρατοπεδεύσει στην Άσσυρο.
Έτσι νομίζοντας ότι την περιοχή κατέχει ο ελληνικός στρατός οι Βούλγαροι καθυστέρησαν για ένα 24ωρο, με αποτέλεσμα να μπει πρώτος ο ελληνικός στρατός και να απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη. Εν συνεχεία αποκόβει τις τηλεπικοινωνίες του Ταξίμ Πασά της Θεσσαλονίκης, ώστε να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την Υψηλή Πύλη, όπως λεγόταν τότε η κυβέρνηση της Τουρκίας, και να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Αν επικοινωνούσε ο φρούραρχος Θες/νικης με την Κωνσταντινούπολη τα πράγματα είναι σίγουρο πως θα περιπλεκόταν.
Οι Ρώσοι καιροφυλακτούσαν και θα πίεζαν να παραδοθεί η πόλη του Αγίου Δημητρίου στους Βούλγαρους. Ο αγώνας του Καπετάν Γιάννη Ράμναλη δεν σταματά εδώ, διότι σύντομα αρχίζει ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και την παραμονή του πολέμου λαμβάνει μέρος στον αγώνα για ξεκαθάρισμα της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους που είχαν έρθει δόλια, τάχα για ξεκούραση. Γνωρίζοντας τη βουλγαρική γλώσσα έδρασε αστραπιαία, σαν λιοντάρι, ξεκαθαρίζοντας τις σκοπιές του βουλγαρικού στρατού. Στις 17 Ιουνίου 1913 πρώτος μπαίνει με την ομάδα του στον Λαγκαδά και βοηθά με οποιονδήποτε τρόπο τον ελληνικό στρατό στη μάχη του Λαχανά και της Νιγρίτας. Μετά το πέρας του πολέμου αποσύρεται στα Λαγκαδίκια Λαγκαδά, παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά, το Δημήτρη και τη Δομνίτσα. Δολοφονείται το 1923 από ομάδα ληστών. Αυτή ήταν εν ολίγοις η δράση του λαμπρού παλικαριού.
Το χρέος μας σήμερα
Σήμερα διερχόμαστε μια κρίσιμη καμπή του λεγόμενου μακεδονικού θέματος. «Αυτό που κερδήθηκε με αίμα, χάνεται με το μελάνι». Είναι, δυστυχώς, μία μεγάλη αλήθεια, που προκαλεί λύπη και αγανάκτηση στο λαό μας. Μία ένδοξη ιστορία, μία διαδρομή γεμάτη αγώνες, θυσίες και αίματα υποκλέπτεται από ένα γειτονικό κρατίδιο, χάρις στο «μελάνι» των ισχυρών και κυρίως του πανίσχυρου. Με φανερή πλαστογράφηση της ιστορίας, καταπατώντας χιλιετή ιστορικά δεδομένα, κατορθώνουν οι Σκοπιανοί, μέσα σε 60 μόλις χρόνια, να οικειοποιηθούν το ένδοξο όνομα.
Μια ελληνοβουλγαρική ουσιαστικά διένεξη, που λύθηκε «δια των όπλων», κατέληξε σε αγωνιώδη προσπάθεια του Ελληνισμού να περισώσει τα όσια και τα ιερά του. Μπορούμε ασφαλέστατα να μιλάμε σήμερα για έναν νέο Μακεδονικό Αγώνα, έναν αγώνα ύπουλο, αφανή, ανηλεή, που μετατοπίσθηκε πλέον στις ψυχές.
Ο αγώνας είναι και πνευματικός και όσο δεν θα βρεθεί Έλληνας πολιτικός ή πολίτης, ο οποίος θα αποδεχθεί το ανοσιούργημα, ο αγώνας θα είναι νικηφόρος. Ο Ίων Δραγούμης ο μεγάλος Μακεδονομάχος πολιτικός έλεγε το εξής: «Ο καθένας πρέπει να ξέρει ότι σ’ αυτόν έλαχε να σώσει το έθνος του, έτσι θα προσπαθήσουν πολλοί και θα το σώσει όποιος μπορέσει. Και αλήθεια να ήταν πως ούτε έναν Έλληνα δεν βρίσκεις στη Μακεδονία, πρέπει να είναι ελληνική η Μακεδονία. Άλλα κράτη αρπάζουν πολιτείες και χώρες και ‘μεις, και κείνα που είναι δικά μας και εκείνα δεν τα κρατάμε». Ο λόγος του είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος σήμερα.
«Οι νεκροί πεθαίνουν όταν λησμονιούνται» λέει ο ποιητής. Ο καπετάν Ράμναλης, ο ήρωας , ο Μακεδονομάχος ζη διότι δεν λησμονιέται.
* Κείμενο ομιλίας κατά την τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του Καπετάν Ράμναλη στο Ίσωμα, 1998
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου