Παρακαλῶ διαβάστε τὸ ἄρθρο – ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο « Ἡ θυσία » τῆς Ἑλένης Σαραντίτη καὶ ἴσως τότε ἀντιληφθοῦν- συναισθανθοῦν αὐτοὶ ποὺ κοροϊδευτικὰ μὲ χαρακτηρίζουν μὲ τὴν λέξη …. Ἑλληνολάτρης …. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἕλληνα.
Ἴσως τότε ἀντιληφθοῦν ὅτι ὑπάρχει τὸ κάτι καὶ …ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ κάτι …2500 χρόνια μετὰ ἀκόμη τὸ συζητᾶμε καὶ μᾶς συγκινεῖ.
Τὸ ἀπόσπασμα τὸ παραχώρησε μὲ mail ἡ συγγραφέας στὸν φίλο καὶ συνεργάτη τοῦ ἰστολογίου μας Γιάννη Φουρλῆ τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ ἔδωσε σὲ ἐμένα ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἰστολογίου νὰ τύχουμε αὐτῆς τῆς κοινωνίας.
Της Σαραντίτη Ελένης
“… Την επαύριον της ημέρας που ο ανιχνευτής και κατάσκοπος του Ξέρξη μπήκε θρασύτατα στο στρτόπεδό μας και τριγυρνούσε, ομολογώ με την ανοχή μας, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσοι άραγε ήσαν οι Έλληνες μαχητές, και έπειτα από την αναφορά που υπέβαλε στον Πέρση μονάρχη, οι σκοποί από τα Στενά με ειδοποίησαν ότι ένας έφιππος Πέρσης κήρυκας πέρασε την Δυτική Πύλη κατευθυνόμενος προς το Φωκικό Τείχος. Τον συνόδευε ένας δούλος που γνώριζε την Ελληνική. Ο απεσταλμένος του Ξέρξη οπωσδήποτε δεν ήλθε ως κατάσκοπος, παρά ήλθε κομίζοντας μια πρόταση σημαντικής σπουδαιότητας κατ’ αυτόν. Φθάνοντας κοντά στο τείχος, κι ενώ το άλογό του τριπόδιζε,.. ακούστηκε καθαρή και δυνατή η φωνή του δούλου:....
“Ο Μέγας Βασιλέας και Βασιλέας των Βασιλέων απαιτεί να συγκεντρωθούν όλοι οι Έλληνες διοικητές και αξιωματικοί ενώπιον του αξιωματικού της βασιλικής φρουράς των μηλοφόρων. Κομίζει ένα μηνύμα από τον Κύριο των Τεσσάρων Σημείων του Ορίζοντα. Αποδέκτης θα είναι ο βασιλέας της Σπάρτης και αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, αλλά τούτο θα πρέπει να ακουστεί από όλους τους αξιωματούχους. Πρόκειται για μήνυμα σημαντικό και σας αφορά όλους!”
Ο Πέρσης αξιωματικός από το ύψος του μαύρου καθαρόαιμου κοιτούσε με φανερή περιέργεια τους πάντες και τα πάντα. Τι είδους άνθρωποι είναι ετούτοι εδώ, ίσως σκεπτόταν, που τόλμησαν να αντιταχθούν στον Ξέρξη… Και δες τους, πόσο ράθυμοι μοιάζουν και πόσο απεριποίητοι είναι. Σε αντίθεση με τους Έλληνες στρατιώτες ο Πέρσης ήταν κυριολεκτικώς λαμπροντυμένος. Φορούσε πράσινα και πορφυρά, περίτεχνα κεντημένα ρούχα. Στην κορυφή των σκοτεινών μαλλιών του αναπαυόταν ο περσικός σκούφος που αυτοί τον ονομάζουν τιάρα. Τα χρυσά κοσμήματά του, δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιδέραια, άστραφταν και οι πολύτιμοι λίθοι λαμπύριζαν σε κάθε κίνησή του. Τα ενώτιά του έφθαναν σχεδόν μέχρι τους ώμους του. Καταστόλιστος ήταν και ο όχι υψηλόκορμος, αν και ρωμαλέος ίππος του. Ω, ναι, ήταν υπερβολικά εντυπωσιακός ο αξιωματικός του Ξέρξη, αν και υπερβολικά πομπώδης. Βάρβαρος, με μια λέξη. Ήταν όμως άοπλος.
Μόνο ένα ξιφίδιο σε χρυσή ξιφοθήκη κρεμόταν από την μέση του.
“Τον βασιλέα Λεωνίδα! Ας παρουσιασθεί εμπρός μου ο βασιλέας της Σπάρτης!” διέταξε μέσω του διερμηνέα του. Έφιππος ακόμη.
Και εγώ, δίχως μεγάλο ενδιαφέρον, “Εμπρός σου στέκει αυτήν τη στιγμή, ξένε”, είπα. Και περίμενα ενώ διέκρινα μια σκιά αμφιβολίας στα μάτια του.
Ασφαλώς ο Πέρσης απεσταλμένος θα είχε άλλη αντίληψη για το παρουσιαστικό των βασιλέων. Η απεριποίητη γενειάδα μου, ο σκονισμένος κόκκινος μανδύας, τα μακριά ίσια μαλλιά μου ίσως δεν άρμοζαν στην περίσταση. Το μόνο μου κόσμημα, εάν μπορώ να αποκαλώ κόσμημα αυτό το ιερό, πολύτιμο απόκτημα, το φυλαχτό με τα μάτια της θεάς Δήμητρας, δεν βρισκόταν σε κοινή θέα. Έτσι ήμουν ένας βασιλέας όμοιος με τους απλά ντυμένους άνδρες που περιτριγύρισαν δια μιας τον βάρβαρο. Μάλιστα λόγω των διαφόρων επισκευών στο Φωκικό Τείχος και εξαιτίας της κοπιαστικής, προπάντων λόγω ζέστης, διάνοιξης των τάφρων γύρω του, κανείς μας δεν άστραφτε από καθαριότητα. Τέλος πάντων, όταν ο Πέρσης βεβαιώθηκε ότι πράγματι εγώ ήμουν ο ηγεμόνας που γύρευε, έσκυψε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού. Δεν ανταπέδωσα. Κατόπιν, “Να συγκεντρωθούν οι διοικητές των ελληνικών στρατευμάτων εδώ εμπρός μου” απαίτησε. “Πρέπει να ακουστεί από όλους το μήνυμα του Βασιλέως των Βασιλέων!”
Μα ήδη είχαν συγκεντρωθεί. Τους έσπρωχνε η περιέργεια, έχασκαν και με τον πλούτο που επεδείκνυε ο βάρβαρος. “Ο Μέγας βασιλεύς και Κύριος των Ηπείρων και των Πολλών Ανθρώπων με εξουσιοδότησε να σας μεταφέρω τα εξής: Δεν μνησικακεί που θελήσατε να τον πολεμήσετε, μόνο εσείς από όλους τους λαούς. Αντιθέτως, με την μεγαλοψυχία που τον διακρίνει, σας συγχωρεί αν και σας θεωρεί τρελούς ή παράτολμους. Ή αναιδείς. Αλλά τώρα που γνωρίσατε το τεράστιο μέγεθος του παντοδύναμου περσικού στρατού, είναι ώρα να εγκαταλείψετε τις Θερμοπύλες. Είμαστε αμέτρητοι σαν την άμμο της θαλάσσης, είμαστε πανίσχυροι σαν τον Μεγάλο Καύκασο, είμαστε τόσο πλούσιοι ώστε μπορούμε να εξαγοράσουμε ολόκληρη την υφήλιο. Και είσθε μια δράκα από πόλεις με διαφορές και ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Μια δράκα που ερίζει. Ναι, ναι. Ο Μέγας βασιλέας είχε τις πληροφορίες του και ήδη γνωρίζει ποιοι τόλμησαν να εκστρατεύσουν εναντίον του. Φαιδρό…” Διέκοψε καγχάζοντας, κοιτώντας μας παραλλήλως εξεταστικά για να διακρίνει στα πρόσωπά μας την όποια απήχηση του λογυδρίου του. Μα εμείς είχαμε πρόσωπα κλειστά και ανέκφραστα.
Συνέχισε λοιπόν:
“Ναι, φαιδρό. Και γελοίο. Εντούτοις ο Μεγαλόφρων Βασιλέας των Βασιλέων υπόσχεται, μέσω εμού, ότι εάν αναχωρήσετε το συντομότερο δυνατόν για τις πατρίδες σας, θα φθάσετε ασφαλείς. Μάλιστα θα επιστρέψετε πλούσιοι με τα δώρα που θα σας προσφέρει η Μεγαλειότητα του. Ακόμη, ο γιος του Δαρείου με διέταξε να σας γνωστοποιήσω ότι προτίθεται να σας προσφέρει γη τόσο εκτεταμένη όσο δεν είχατε ποτέ φανταστεί και τόσο εύφορη όσο δεν συλλαμβάνει ο νους και του πιο ευφάντασταου ανθρώπου. Αρκεί μόνο να παραδώσετε τα όπλα σας στους στρατιώτες της Μεγαλειότητάς του. Ήδη ο Μέγας Βασιλέας βρίσκεται εν αναμονή της δήλωσης της υποταγής σας, ενώ είναι πρόθυμος ακόμη και να ορκισθεί στον πανάγιο Άχουρα Μάζδα, ή στους δικούς σας εάν το θελήσετε θεούς, ότι θα σας τιμήσει όπως μόνο οι Πέρσες ξέρουν να τιμούν τους κατακτημένους…”
Σιγή. Μια απόλυτη σιγή ακολούθησε τα λόγια του Πέρση. Ακόμη και οι ασώπαστοι τζίτζικες είχαν βουβαθεί. Σώπαιναν και τα στρουθιά.
“Αρχιστράτηγε και βασιλέα της ένδοξης Σπάρτης, τι έχεις να πεις επ’ αυτών;”
Τον κοίταξα. Πόσο υγρά μάτια είχε. Θαρρώ πως ήσαν και βαμμένα. Σήκωσα το κεφάλι να τον αντικρίσω, έφιππον ακόμη, οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν αιχμηρές σαν ακίδες βέλους.
“Ως προ την γη που προτίθεται ο ηγέτης σας να μας παραχωρήσει, Πέρση. Διαμήνυσέ του ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε, εκ κληρονομίας, την συνήθεια να μην αποκτούμε γη με την δειλία και την προδοσία αλλά με την ανδρεία”.
“Αλλά εσένα, βασιλέα της Λακεδαίμονος, ο γιος του πανένδοξου Δαρείου με διέταξε να σου δηλώσω επισήμως, σε προορίζει για μονάρχη της Ελλάδος. Αφού πρώτα ταχθείς με το μέρος του βεβαίως…”
“Ω ξένε, φαίνεται ότι ο κύριός σου δεν γνωρίζει την έννοια του καλού. Διότι εάν την γνώριζε δεν θα επιθυμούσε αλλότρια εδάφη και αγαθά. Όσον με αφορά δε, διαβίβασέ του ότι για μένα είναι προτιμότερος ο υπέρ της Ελλάδος θάνατος από το να καταστώ μονάρχης των ομοφύλων μου”.
Ενώ ο δούλος διερμήνευε, ένας ένας οι Έλληνες αξιωματικοί έκαναν μεταβολή οδηγούμενοι προς τις μονάδες τους. Κοντά μου απέμειναν ελάχιστοι από τους Ιππείς μου, εννοείται και ο μάντης Μεγιστίας. Αυτούς τους ελάχιστους κοίταζε εναλλάξ ο βάρβαρος εντεταλμένος, έκπληκτος, συνοφρυωμένος, με μισάνοιχτο στόμα, κάθιδρος μες στα στολίδια του. Και όταν το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου βλέμμα, μίλησε:
“Πες μου. Οι διοικητές που έφυγαν από εδώ πότε πρόκειται να επιστρέψουν; Κατανοώ μεν ότι πρέπει να ειδοποιηθούν οι στρατιώτες τους για την παράδοση. Αλλά ας μην βραδύνουν. Κι εσείς εδώ. Βιασθείτε. Ο Μέγας Βασιλέας απαιτεί να παραδώσετε όλοι τα όπλα σας, Λακεδαιμόνιε πολέμαρχε. Ας μην καθυστερούμε! Ο κύριός μου δεν αγαπά τις αργοπορίες! Στείλτε τα όπλα σας, μα στείλτε τα γρήγορα”.
Δυσανασχετούσε ο βάρβαρος. Τον κοίταξα. Εμπρός μου τώρα δεν υπήρχε ο Πέρσης απεσταλμένος, εμπρός μου ανάβλυζαν κρουνοί αίματος κι ακούγονταν κλαγγές όπλων. Και βογγητά να σου κομματιάζουν την καρδιά. Προς στιγμήν ένιωσα τα σπλάχνα μου όλα να σπαρταρούν βίαια.
“Λοιπόν; Τι θα μεταφέρω στον Μεγάλο Αχαιμενίδη;” ρώτησε με αδημονία ο μηλοφόρος.
“Μολών λαβέ”.
Όσοι από τους άνδρες μου βρίσκονταν κοντά με πλαισίωσαν και απομακρυνθήκαμε με βήματα βαριά, νωχελικά, εγκαταλείποντας τον βάρβαρο αξιωματικό όρθιο σχεδόν επάνω στο άλογο, με χαίνον στόμα. Τη στιγμή που του στρέφαμε τα νώτα ακούστηκε η φωνή του ξαφνιασμένη. Απευθυνόταν στο δούλο. Ο Ιππέας Αλφεός προσπάθησε να μεταφράσει τον σύντομο διάλογο που διημείφθη μεταξύ των δυο ανδρών.
“Πώς αποχωρούν έτσι αυτοί; Πού πάνε; Κι αυτός ο γηραλέος, κακότροπος βασιλέας, τι ακριβώς απάντησε;”
Και η δειλή, τρομοκρατημένη φωνή του διερμηνέα:
“Να έλθει μόνος του να τα πάρει. Τα όπλα εννοούσε…”
“Τι; Ποιος; Ποιος να έλθει;”
“Ο Βασιλεύς των Βασιλέων???”.
“Η Θυσία” – απόσπασμα
Ελένη Σαραντίτη
πηγή Τόνοι και Πνεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου