Τοῦ Ιωάννου Ελ. Σιδηρᾶ
Θεολόγου – Εκκλησιαστικοῦ Ιστορικοῦ – Νομικοῦ
«Το δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν»(Απόκριση Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή).
Οι κυριότεροι βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το «Χρονικόν της αλώσεως» μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιῶνες την πορεία τοῦ ευσεβοῦς Γένους μας.....
Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και διάδοχος αυτοῦ ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσποτάτο του Μυστρά και « εγένετο παρά πάντων δεκτός» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των οθωμανῶν Μουράτ Β΄ και διάδοχός του ανεδείχθη στην Ανδριανούπολη ο υιός του, Μωάμεθ Β΄ ο μετέπειτα πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως.
Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των οθωμανῶν στο πιο στενό και δύσπλευτο σημείο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως υπό τους οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1453) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως.
Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ αγωνιᾶ και υποφέρει βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Ανδριανούπολη «οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδαν της πόλεως είχε, πώς αυτήν καταλάβοι, πώς κύριος αυτής γένοιτο». Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός –πιθανότατα Ούγγρος- μεταπηδά από τους βυζαντινούς στους οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβῆς και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι, του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή.
Από την πλευρά τους οι βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτικής ενισχύσεως υπέρ των βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο.
Κατά τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε΄ προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν την στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλα αυτά προς υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και όχι από ενδιαφέρον για την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως.
Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Οι δύο αυτοί παπικοί απεσταλμένοι στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδος των ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσαν να αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων οθωμανών.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους, αλλά ένας αριθμός από αυτά –κυρίως βενετικά- δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ενόπλους άνδρες.
Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά αποκλείουν την Πόλη από ξηράς.
Οι βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και στις 2 Απριλίου κλείουν με την μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των οθωμανών, είπε: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δεί κάποιος στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει τουρκικό φρακιόλιο παρά παπική τιάρα).
Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος υπερασπίζει μάχιμες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία Πύλη, την γνωστή ως Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της Πόλεως. Το σύνολο των τότε κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν στις 50.000 και από αυτούς, οι μεν ένοπλοι βυζαντινοί ήταν περίπου 7.000, ενώ 2.000 ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι οθωμανούς.
Στις 5-7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύκτα, από τους οθωμανούς. Οι βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσο τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.
Στις 18 Απριλίου, κατά τα ξημερώματα, γίνεται η πρώτη επίθεση των οθωμανών στα τείχη, αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους βυζαντινούς. Εξοργισμένος τότε ο Μωάμεθ από την μεγάλη του αλαζονεία ορμά στην θάλασσα και την ραβδίζει ως παρανοϊκός, ενώ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ τεχνάζεται ένα πρωτοφανές σόφισμα. Διατάζει την μεταφορά δια ξηράς των πολεμικών πλοίων του μέσα στον κεράτιο κόλπο. Η μεταφορά των πολεμικών πλοίων γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες μέσω ειδικά διαμορφωμένης διόδου στην περιοχή του Γαλατά από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον.
Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους οθωμανούς. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.00 ανδρών κατά τα μεσάνυχτα. Σε μάχη επί των τειχών κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο αυτοκράτωρ εκείνη τη νύκτα παρά τις πιέσεις και τις προτροπές από το στενό περιβάλλον του δεν εδέχθη να εγκαταλείψει την Πόλη.
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την περιουσία του ιδίου, της οικογένειας και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στο Μωάμεθ: «δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν».
Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβον πάσιν ανέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους βυζαντινούς, ενώ την επομένη «νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας». Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας μέχρι και την 27η Μαΐου, τρείς δηλαδή ημέρες προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμιών, επειδή θεωρήθηκε ότι η Θεοτόκος είχε πλέον αφήσει απροστάτευτη την Πόλη της στα χέρια των οθωμανών.
Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26/27 Μαΐου) προ της αλώσεως ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυκτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκουμένους Ρωμιούς. Την παραμονή της μεγάλης επιθέσεως (28 Μαΐου) ο Μωάμεθ ανακοινώνει στα στρατεύματά του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη και τελική επίθεση. Επακολουθεί γενική κινητοποίηση με υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών και αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.
Κατά τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των οθωμανών με κύριο στόχο την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες εισόδου δια μέσου των τειχών, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί. Παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των οθωμανών γενιτσάρων από την κερκόπορτα και από την πύλη του Χαρισίου. Η κερκόπορτα ήταν υπόγεια, κρυφή, παλαιά είσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον του παλατίου που είχαν ανοίξει προσφάτως για τις δικές τους ανάγκες οι βυζαντινοί. Διαθρυλείται ότι την πύλη του Ρωμανού είχαν ανοίξει στους οθωμανούς γενιτσάρους για να εισέλθουν στην Πόλη ορισμένοι Εβραίοι, οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί τους.
Επικρατεί παντού πανικός και όλοι, κατακτητές και μη, κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους επί των επάλξεων και ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο, το οποίο καταγράφει ο χρονογράφος Φραντζής και αφορά την πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορος. Η διήγησή του έχει ως εξής: «Ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής μετέλαβε τα Άχραντα και Θεία μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη και αν υπήρχε άνθρωπος καμωμένος από ξύλο ή πέτρα ήταν αδύνατο να μη θρηνήσει».
Οι χρονογράφοι αναφέρουν επίσης ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άλωση της Πόλεως είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δώ την άλωση της Πόλης».
Τέτοιες ήταν οι επί τρείς ημέρες σφαγές, καταστροφές και ιεροσυλίες, ώστε ο χρονογράφος Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών». Μετά από τρείς ημέρες έπαυσε η λεηλασία και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για την νίκη του, μετέβαλε την «Μεγάλη Εκκλησία», όπως λέγεται σε τέμενος.
Η Πόλη εάλω και ήταν Μάϊος του 1453. Κατά μήνα Μάϊο είχαν γίνει τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι κατά μήνα Μάϊο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. Η Κωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει η πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς Γένους μας. Τελικά, η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας».
Πηγή
Θεολόγου – Εκκλησιαστικοῦ Ιστορικοῦ – Νομικοῦ
«Το δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν»(Απόκριση Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή).
Οι κυριότεροι βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το «Χρονικόν της αλώσεως» μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιῶνες την πορεία τοῦ ευσεβοῦς Γένους μας.....
Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και διάδοχος αυτοῦ ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσποτάτο του Μυστρά και « εγένετο παρά πάντων δεκτός» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των οθωμανῶν Μουράτ Β΄ και διάδοχός του ανεδείχθη στην Ανδριανούπολη ο υιός του, Μωάμεθ Β΄ ο μετέπειτα πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως.
Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των οθωμανῶν στο πιο στενό και δύσπλευτο σημείο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως υπό τους οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1453) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως.
Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ αγωνιᾶ και υποφέρει βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Ανδριανούπολη «οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδαν της πόλεως είχε, πώς αυτήν καταλάβοι, πώς κύριος αυτής γένοιτο». Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός –πιθανότατα Ούγγρος- μεταπηδά από τους βυζαντινούς στους οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβῆς και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι, του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή.
Από την πλευρά τους οι βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτικής ενισχύσεως υπέρ των βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο.
Κατά τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε΄ προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν την στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλα αυτά προς υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και όχι από ενδιαφέρον για την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως.
Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Οι δύο αυτοί παπικοί απεσταλμένοι στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδος των ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσαν να αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων οθωμανών.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους, αλλά ένας αριθμός από αυτά –κυρίως βενετικά- δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ενόπλους άνδρες.
Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά αποκλείουν την Πόλη από ξηράς.
Οι βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και στις 2 Απριλίου κλείουν με την μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των οθωμανών, είπε: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δεί κάποιος στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει τουρκικό φρακιόλιο παρά παπική τιάρα).
Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος υπερασπίζει μάχιμες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία Πύλη, την γνωστή ως Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της Πόλεως. Το σύνολο των τότε κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν στις 50.000 και από αυτούς, οι μεν ένοπλοι βυζαντινοί ήταν περίπου 7.000, ενώ 2.000 ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι οθωμανούς.
Στις 5-7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύκτα, από τους οθωμανούς. Οι βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσο τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.
Στις 18 Απριλίου, κατά τα ξημερώματα, γίνεται η πρώτη επίθεση των οθωμανών στα τείχη, αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους βυζαντινούς. Εξοργισμένος τότε ο Μωάμεθ από την μεγάλη του αλαζονεία ορμά στην θάλασσα και την ραβδίζει ως παρανοϊκός, ενώ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ τεχνάζεται ένα πρωτοφανές σόφισμα. Διατάζει την μεταφορά δια ξηράς των πολεμικών πλοίων του μέσα στον κεράτιο κόλπο. Η μεταφορά των πολεμικών πλοίων γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες μέσω ειδικά διαμορφωμένης διόδου στην περιοχή του Γαλατά από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον.
Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους οθωμανούς. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.00 ανδρών κατά τα μεσάνυχτα. Σε μάχη επί των τειχών κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο αυτοκράτωρ εκείνη τη νύκτα παρά τις πιέσεις και τις προτροπές από το στενό περιβάλλον του δεν εδέχθη να εγκαταλείψει την Πόλη.
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την περιουσία του ιδίου, της οικογένειας και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στο Μωάμεθ: «δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν».
Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβον πάσιν ανέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους βυζαντινούς, ενώ την επομένη «νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας». Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας μέχρι και την 27η Μαΐου, τρείς δηλαδή ημέρες προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμιών, επειδή θεωρήθηκε ότι η Θεοτόκος είχε πλέον αφήσει απροστάτευτη την Πόλη της στα χέρια των οθωμανών.
Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26/27 Μαΐου) προ της αλώσεως ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυκτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκουμένους Ρωμιούς. Την παραμονή της μεγάλης επιθέσεως (28 Μαΐου) ο Μωάμεθ ανακοινώνει στα στρατεύματά του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη και τελική επίθεση. Επακολουθεί γενική κινητοποίηση με υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών και αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.
Κατά τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των οθωμανών με κύριο στόχο την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες εισόδου δια μέσου των τειχών, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί. Παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των οθωμανών γενιτσάρων από την κερκόπορτα και από την πύλη του Χαρισίου. Η κερκόπορτα ήταν υπόγεια, κρυφή, παλαιά είσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον του παλατίου που είχαν ανοίξει προσφάτως για τις δικές τους ανάγκες οι βυζαντινοί. Διαθρυλείται ότι την πύλη του Ρωμανού είχαν ανοίξει στους οθωμανούς γενιτσάρους για να εισέλθουν στην Πόλη ορισμένοι Εβραίοι, οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί τους.
Επικρατεί παντού πανικός και όλοι, κατακτητές και μη, κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους επί των επάλξεων και ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο, το οποίο καταγράφει ο χρονογράφος Φραντζής και αφορά την πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορος. Η διήγησή του έχει ως εξής: «Ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής μετέλαβε τα Άχραντα και Θεία μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη και αν υπήρχε άνθρωπος καμωμένος από ξύλο ή πέτρα ήταν αδύνατο να μη θρηνήσει».
Οι χρονογράφοι αναφέρουν επίσης ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άλωση της Πόλεως είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δώ την άλωση της Πόλης».
Τέτοιες ήταν οι επί τρείς ημέρες σφαγές, καταστροφές και ιεροσυλίες, ώστε ο χρονογράφος Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών». Μετά από τρείς ημέρες έπαυσε η λεηλασία και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για την νίκη του, μετέβαλε την «Μεγάλη Εκκλησία», όπως λέγεται σε τέμενος.
Η Πόλη εάλω και ήταν Μάϊος του 1453. Κατά μήνα Μάϊο είχαν γίνει τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι κατά μήνα Μάϊο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. Η Κωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει η πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς Γένους μας. Τελικά, η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου