Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025)………Ο ένδοξος Αυτοκράτωρ!

Όταν οι Έλληνες ανέκτησαν την Πόλη από τούς Λατίνους το 1261, βρήκαν στο νεκροταφείο πεταμένο, ένα σκελετό στον οποίο οι Φράγκοι είχαν βάλει περιπαικτικά στο στόμα μία φλογέρα.

Δίπλα στον σκελετό, ήταν παραβιασμένος και συλημένος ένας τάφος με μία επιγραφή πού έγραφε: «Βασίλειος Πιστός Εν Χριστώ Τω Θεώ Βασιλεύς Αυτοκράτωρ Ρωμαίων».

 Ήταν ο σκελετός του ανθρώπου, πού έμελλε να δώσει στο Ελληνικό Μεσαιωνικό κράτος την μεγαλύτερη δόξα πού γνώρισε ποτέ.

 Ήταν ο άνθρωπος πού πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου μέχρι τα βαθιά του γεράματα, έσωσε την Μακεδονία από τούς Βούλγαρους εισβολείς, πού απώθησε τούς Άραβες και τούς Αιγύπτιους από την Μικρά Ασία και τούς Σαρακηνούς από την Καλαβρία και εκείνος πού κυνήγησε αλύπητα την παντοδύναμη αριστοκρατία προς όφελος των ακτημόνων και των αδυνάτων, ενώ παράλληλα γέμισε τα ταμεία του κράτους......



Το κράτος του ήταν και οικονομικά παντοδύναμο, με εξαγωγές ειδών πολλαπλάσιες από τις εισαγωγές. Αναφέρεται δε, ότι ο φόρος πού πλήρωναν τα εμπορικά πλοία κατά την έξοδό τους από τα στενά του Ελλησπόντου ήταν τετραπλάσιος, από τον φόρο πού πλήρωναν κατά την είσοδό τους στα στενά. Ο Βασίλειος ο Μακεδών ήταν εκείνος πού εκχριστιάνισε τούς Ρώσους θέτοντας έτσι τα θεμέλια του πολιτισμού τους.

 Βασανιζόταν από το στίγμα της μητέρας του (η Θεοφανώ σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς πιθανόν γνώριζε, ή συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της και του πρώτου συζύγου της) γεγονός το οποίο τον συγκράτησε από την πολυτέλεια, την χλιδή, την επίδειξη και τον εμπόδισε να εμπιστευθεί γυναίκα ως σύντροφο στον αυτοκρατορικό θρόνο. Έζησε όλη του την ζωή ως απλός στρατιώτης και ετάφη χωρίς πομπές και επισημότητες.

Το ελληνικό κράτος μετά τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου, περιελάμβανε περιοχές πού κατοικούνταν από Έλληνες, αρκετές χιλιετίες πριν. Ανατολικά από την Σικελία του Αρχιμήδη, μέχρι δυτικά τον Πόντο τού Διογένη και του Στράβωνα και την Καισάρεια του Μεγάλου Βασιλείου και βόρεια από την Μακεδονία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέχρι την Κύπρο και την Κρήτη του Μίνωος.

H Ελληνική γλώσσα, ακουγόταν όπως και στην αρχαιότητα, από τον Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη και από την Βάρη της Ιταλίας μέχρι την Χερσώνα της Κριμαίας. Κατά τον Schlumberger, τον επιφανέστερο βυζαντινολόγο πού συνέγραψε χιλιάδες σελίδες για τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο «η βασιλεία του υπήρξε μακροτάτη καθ’ όλην την ύπαρξιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μία των πλέον μακροχρονίων της παγκοσμίου Ιστορίας. Με τον θάνατο του εξέλιπεν η μεγαλυτέρα και ενδοξοτέρα φυσιογνωμία του μεσαιωνικού Ελληνισμού».





Χάρτης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου_πηγή wikipedia



Ο Βασίλειος Β’ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 958 ανήκε στην δυναστεία των Μακεδόνων και ήταν γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία ήταν Ελληνίδα, γεννημένη στη Λακωνία. Το 960, όταν ο Βασίλειος ήταν δύο ετών, ο πατέρας του τον έκανε συναυτοκράτορα.

 Όμως το 963 ο πατέρας του πέθανε ενώ ο Βασίλειος ήταν μόλις 5 ετών. Επειδή ο Βασίλειος και ο αδελφός του, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Η’ (βασίλεψε από το 1025 έως το 1028), ήταν πολύ μικροί για να βασιλέψουν, η μητέρα τους Θεοφανώ παντρεύτηκε έναν από τους κορυφαίους στρατηγούς του Ρωμανού, τον Νικηφόρο Β’ Φωκά, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας το ίδιο έτος. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς δολοφονήθηκε από τον ανηψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας και βασίλεψε για 7 χρόνια πεθαίνοντας στις 10 Ιανουαρίου του 976.

Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του άτεκνου Ιωάννη Τσιμισκή, ο θρόνος περιήλθε στους δύο νόμιμους κληρονόμους της Μακεδονικής Δυναστείας, Βασίλειο και Κωνσταντίνο, οι οποίοι ήταν έφηβοι 18 και 16 ετών αντιστοίχως.

Ενώ ο Βασίλειος υπήρξε άνθρωπος εγκρατής, καρτερικός, αυστηρός με αδάμαστη θέληση, σπάνια αίσθηση του καθήκοντος και εξαιρετικές ικανότητες, ο αδελφός του ήταν αδιάφορος για τα κοινά, ακόλαστος και επιρρεπής στις διασκεδάσεις, στα κυνήγια και στα συμπόσια. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας και συγκεκριμένα από το 976 μέχρι το 985, την διοίκηση ουσιαστικά την ασκούσε ο πρόεδρος της Συγκλήτου, ο πολυμήχανος ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός.

 Το έτος 985 ο νεαρός αυτοκράτορας απομάκρυνε επιτέλους τον παρακοιμώμενο Βασίλειο και ανέλαβε και ουσιαστικά την διοίκηση του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Πρόλαβε μάλιστα και την συνωμοσία πού ετοίμαζε ο παρακοιμώμενος, δήμευσε την περιουσία του και τον περιόρισε σε μοναστήρι όπου μετά από λίγο πέθανε.





Στέψη Βασιλείου Β’ ως συναυτοκράτωρ του πατέρα του Ρωμανού ΙΙ από τον Πατριάρχη Πολύευκτο το 960



Ο νεαρός αυτοκράτορας εκτός από τον ικανότατο βασιλιά των Βουλγάρων, Σαμουήλ, είχε να αντιμετωπίσει την ανταρσία του “ισχυρού” Βάρδα Σκληρού και του στρατηγού Βάρδα Φωκά οι οποίοι διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του τον θρόνο από τον άπειρο αυτοκράτορα ενώ ταυτόχρονα είχαν την υποστήριξη των μεγάλων γαιοκτημόνων της Μ. Ασίας και των αριστοκρατικών οικογενειών, πού απαριθμούσαν πολλούς ικανούς στρατιωτικούς. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου δεν μπορούσαν να είναι χειρότερα.

Οι Βούλγαροι υπό τον αρχηγό τους Σαμουήλ είχαν τον πλήρη έλεγχο της Μακεδονίας ενώ με συχνές επιδρομές λεηλατούσαν και τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Πελοποννήσου.

Η Λάρισα πού κατελήφθη το 986 ισοπεδώθηκε και ολόκληρος ο πληθυσμός της σκλαβώθηκε και μεταφέρθηκε στην Πρέσπα. Ακολουθεί το ποίημα του Ιωάννου του Γεωμέτρου πού περιγράφει τις συμφορές των ελληνικών θεμάτων από τούς βάρβαρους εισβολείς: “Σκυθών (Βουλγάρων) μεν πλήθος διατρέχουσι τας επαρχίας ταύτας απανταχού διασπειρόμενοι, ωσεί ήσαν εν τη ιδία αυτών πατρίδι. Πρόρριζον δ’ εκτέμνουσιν αυτής την ευγενή βλάστησιν ανδρών ακάμπτων και σιδηρών την φύσιν και το ξίφος θερίζει τας γενεάς των νηπίων.

 Και κρατούσι μεν ταύτα εν ταίς αγκάλαις αυτών αι μητέρες, αλλ’ εξαρπάζουσιν αυτα οι πολέμιοι διά των βελών θανατούντες. Κόνις λεπτή νυν κείνται αι το πρίν οχυρώταται πόλεις. Και τα κτηνη νέμονται σήμερον το έδαφος, εν ώ άλλοτε άνθρωποι έζων. Ταύτα βλέπων οίμοι! πώς νύν θά παύσω δακρύων; ούτω πυρπολούνται οι αγροί ημών και αι πόλεις!“





Ο τσάρος Σαμουήλ της Βουλγαρίας με βυζαντινή εμφάνιση



Το 986 ο αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης τέθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού και αποφάσισε να κτυπήσει τον εχθρό στην πρωτεύουσά του την Τριαδίτσα (αρχαία Σαρδική, σημερινή Σόφια). Άφησε τον Λέοντα Μελισσηνό με φρουρά στην Φιλιππούπολη, να φυλά τα νώτα του και αφού διέσχισε την κοιλάδα του Έβρου και τα δύσβατα μονοπάτια της Ροδόπης έφτασε στην Τριαδίτσα την οποία πολιόρκησε ανεπιτυχώς.

 Κατα την υποχώρησή του παγιδεύτηκε από τούς Βούλγαρους σε μία βαθιά χαράδρα, και στις 16 Αυγούστου 986, ο Ελληνικός στρατός υπέστη πανωλεθρία. Ο ίδιος ο Βασίλειος σώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρις την βοήθεια των πιστών στρατηγών του Νικηφόρου Ουρανού και Νικήτα Χρυσολωρά. Σημαντικό ρόλο στην αποτυχία της εκστρατείας έπαιξε και ο στρατηγός Κοντοστέφανος, ο οποίος εξυπηρετώντας τούς σφετεριστές του θρόνου, τον πληροφόρησε ψευδώς πώς ο Λέων Μελισσηνός είχε εγκαταλείψει την θέση του στην Φιλιππούπολη.

Ο Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε για την προδοσία του, αλλά τα θέματα της αυτοκρατορίας ήσαν πάλι στο έλεος του Σαμουήλ, ο οποίος διεύρυνε τα σύνορα του κράτους του από το Αδριατικό Πέλαγος μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Αργότερα κατέλαβε και το ισχυρό κάστρο της Βέροιας.

Πόλεμοι και διπλωματία του Βασίλειου Β’

Η τρομερή ήττα από τούς Βούλγαρους έφερε στο προσκήνιο τούς εσωτερικούς εχθρούς πού προαναφέραμε, τον Βάρδα Φωκά και τον Βάρδα Σκληρό.
 Ο Φωκάς προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη και στρατοπέδευσε με το στρατό του στην Χρυσούπολη, στην ασιατική ακτή της Μ. Ασίας απέναντι από την Πόλη, ενώ ένα άλλο τμήμα του στρατού του το απέστειλε στην Άβυδο, για να επιχειρήσει συνδυασμένη επίθεση από ξηρά και θάλασσα κατα της πρωτεύουσας.

 Οι στιγμές ήταν κρίσιμες για τον Βασίλειο. Όμως ο αυτοκράτορας δεν ήταν πλέον ο νεαρός άνδρας πού ανέβηκε στον θρόνο άπειρος και χωρίς ερείσματα. Η παρουσία του στον θρόνο επί μία δεκαετία σχεδόν, τον είχε πλουτίσει με αρκετή εμπειρία, ενώ και ο ίδιος ο χαρακτήρας του ήταν εκ φύσεως επίμονος και ανυποχώρητος.

Με 6.000 Ρώσσους μισθοφόρους και με τα εναπομείναντα πιστά στο πρόσωπο του στρατεύματα, ο Βασίλειος κινήθηκε εναντίον του Φωκά, ο οποίος καθυστερώντας αδικαιολόγητα, έδωσε την ευκαιρία στον αντίπαλο του να οργανωθεί και να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

 Αφού νίκησε στην Χρυσόπολη (απέναντι από την Κων/πολη) και κατέστρεψε τον στόλο του Φωκά, ο Βασίλειος μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, στρατοπέδευσε στην Άβυδο του Ελλήσποντου, για να επιφέρει το τελειωτικό πλήγμα κατά του Φωκά. Μετά από κάποιες ημέρες ηρεμίας, κατά τις οποίες τα δύο στρατεύματα αντιπαρατάσσονταν χωρίς να αποφασίζουν να επιτεθεί κάποιο από τα δύο, ο Φωκάς αποφάσισε να κινηθεί πρώτος.

Μόλις όμως ξεκίνησε την έφοδο, ο Βάρδας Φωκάς έπεσε νεκρός κεραυνοβολημένος. Αν και είναι πιθανόν να υπέστη καρδιακή συγκοπή, κάποιοι άλλοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν πως δηλητηριάστηκε. Το στράτευμα του Φωκά παραδόθηκε και οι άμεσοι συνεργάτες του θανατώθηκαν.

Το 989, οπότε έχουμε την εμφάνιση ενός πολύ φωτεινού κομήτη και την πτώση του Τρούλου της Αγίας Σοφίας από ισχυρότατο σεισμό, ο έτερος αντίπαλος, ο Σκληρός αποδεχόμενος τις προτάσεις του Βασίλειου ο οποίος “Κορέσθητι χύνων αίμα χριστιανών“, συνθηκολόγησε.

 Ο νεαρός βασιλεύς όχι μόνο δεν τιμώρησε τον διεκδικητή του θρόνου, αλλά τον χρησιμοποίησε και ως σύμβουλό του. O Gustave Schlumberger μας παραθέτει ακριβώς και τις συμβουλές πού έδωσε ο γέροντας Σκληρός:
 “Συνεβούλευσε τω βασιλεί να μήν ανεχθή αντί οίασδήποτε θυσίας εν τη αυτοκρατορία λειτουργούς υπεράγαν ισχυρούς, μηδενί δε των πρωτευόντων στρατηγών να επιτρέψη να κατέχη μεγάλα πλούτη, να βαρύνη πάντας ακαταπαύστως δι’ως μάλιστα αυθαιρέτων εισπράξεων αναγκάζων αυτούς ούτω να αφιερώσιν εξ’ολοκλήρου χρόνον και προσοχήν εις τας ιδιωτικάς αυτών υποθέσεις και εμποδίζων αυτούς να καταστώσιν ισχυροί ή επικίνδυνοι, να μή υπομείνη μηδεμίαν γυναικείαν εν τω Ιερώ Παλάτιω επίδρασιν, πρός ουδενα δε οίον δήποτε να φαίνηται ηγεμών επιεικής και επί πάσι τούτοις να μή ανακοινώνη τα μυστικότατα των σχεδίων του ή εις ελάχιστον αριθμόν“.

Την εποχή αυτή έλαβε χώρα και ο εκχριστιανισμός των Ρώσσων, ενός λαού σκανδιναβικής προέλευσης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Κίεβο τον 9ο αιώνα, και συγχωνεύτηκαν με τούς κατοίκους της περιοχής πού ήταν Σλαβικής καταγωγής. Οι Ρώς με αυτόν τον τρόπο άφησαν το σκότος της ειδωλολατρείας και εκπολιτίζονταν, ενώ ταυτόχρονα το Βυζάντιο εξασφάλιζε ένα απέραντο χώρο πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ακτινοβολίας θέτοντας υπό την πνευματική του χειραγωγία το νέο χριστιανικό Ρωσσικό κράτος και τη Ρωσσική Εκκλησία.





Η βάπτιση του Βλαδίμηρου



Ο Βασίλειος λοιπόν, τις δύσκολες ώρες του 988 – 989, χωρίς στρατό και ικανούς αξιωματικούς, στράφηκε προς τον ηγέτη των Ρως, πρίγκηπα του Κιέβου Βλαδίμηρου (αρχικό όνομα Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον).

Αποστέλλοντας αντιπροσωπεία στην αυλή του Βλαδίμηρου στο Κίεβο, ζήτησε την συνδρομή του τελευταίου, υποσχόμενος πλούτη και σπουδαία δώρα. Ο Βλαδίμηρος συναίνεσε στο αίτημα του Βασίλειου, αλλά ζήτησε και κάτι παραπάνω, το χέρι της Άννας……πορφυρογέννητης αδελφής του Βασίλειου.

Η επιλογή για τον αυτοκράτορα ήταν πολύ δύσκολη, διότι πανάρχαια παράδοση απαγόρευε να δίνονται ως σύζυγοι σε βάρβαρους ηγεμόνες πορφυρογέννητες πριγκίπισσες. Όμως η ανάγκη ήταν μεγάλη και τελικά ο Βασίλειος, παρά τις αντιρρήσεις της αδελφής του, αποδέχθηκε την απαίτηση του Βλαδίμηρου, θέτοντας με την σειρά του ως όρο να βαπτισθούν χριστιανοί ο Βλαδίμηρος και ο λαός του.

Μόλις ο Ρώσσος πρίγκιπας συναίνεσε στον όρο του Βασιλείου, η συμφωνία κλείστηκε και στην Κωνσταντινούπολη έφτασαν στρατεύματα από την Ρωσία, οι Βάραγγοι, ένα φύλο σκανδιναβικής καταγωγής, σκληροτράχηλοι και πιστοί στρατιώτες, οι οποίοι έμελλε να γίνονταν σωματοφύλακες του εκάστοτε βασιλιά του Βυζαντίου.





Βάραγγοι πολεμιστές



Ο Βασίλειος όμως καθυστερούσε να στείλει την αδελφή του και ο Βλαδίμηρος κατέλαβε την Χερσώνα, της Κριμαίας.
Ο αυτοκράτορας θορυβημένος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τούς όρους της συμφωνίας και να επιτρέψει την αναχώρηση της αδελφής του, μαζί με αρκετούς επισκόπους πού ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας το έργο του εκχριστιανισμού των Ρωσσων.

 Το 989, ο Βλαδίμηρος και ο λαός του βαπτίσθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στην Χερσώνα και μετά την βάπτιση τελέστηκαν οι γάμοι του με την πριγκίπισσα Άννα.

Το απόγειον της δόξας

Μετά την εδραίωση της κυριαρχίας του στο εσωτερικό, ο Βασίλειος αφοσιώθηκε στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών του Βυζαντίου. Για όλο το υπόλοιπο της ζωής του, δεν σταμάτησε να πολεμά σε διάφορα μέτωπα, αν και έγινε ευρύτερα γνωστός για την συντριβή των Βουλγάρων.

Όμως οι επιτυχίες του μεγάλου στρατηλάτη αυτοκράτορα δεν περιορίστηκαν μόνο στο μέτωπο αυτό, αλλά σχεδόν σε όλες τις εκστρατείες του κατάφερε να έχει θετικά αποτελέσματα.

Με υπομονή και επιμονή, με θάρρος και προσωπικές θυσίες, περνώντας όλη την ζωή του στα στρατόπεδα σαν απλός στρατιώτης, πέτυχε να διαλύσει το ισχυρό βουλγαρικό κράτος και να ενισχύσει τις βυζαντινές θέσεις σε όλη την γραμμή των συνόρων, στα ανατολικά και τα δυτικά. Στις αρχές του 991 επανήλθε στο μέτωπο της Βαλκανικής, αφού πέρασε από την Θεσσαλονίκη για να αποδώσει ευχαριστήρια στον μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο.

Αποκατέστησε διπλωματικές επαφές με τούς άρχοντες της Κροατίας και της Σερβίας, ώστε να αποκλείσει από τα βόρεια τον Σαμουήλ. Η εκστρατεία αυτή του Βασιλείου διήρκεσε τέσσερα χρόνια.

Ο Βασίλειος γνώριζε πώς ο στρατός των Βουλγάρων, ήταν ισχυρότερος από τον Ελληνικό γι’ αυτό επισκέπτονταν ο ίδιος τα Ελληνικά φρούρια και οχυρά στην Βαλκανική, έδινε προσωπικά οδηγίες στους διοικητές τους, τούς εμψύχωνε και τούς κατεύθυνε ως προς το είδος του πολέμου πού έπρεπε να διαλέξουν απέναντι στους αντιπάλους.

Αυτός ο πόλεμος βασιζόταν σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις και αναδιπλώσεις στα οχυρά, σε συνεχείς παρενοχλήσεις των βουλγαρικών στρατευμάτων χωρίς να εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους οι ίδιοι. Μέχρι το 995, ο Βασίλειος συνέχισε τον ανταρτοπόλεμο του μη δίνοντας στον Σαμουήλ την ευκαιρία να αντιπαρατεθούν σε ανοικτό πεδίο.

Την χρονιά αυτή, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε εναντίον της Συρίας, όπου ο διοικητής της Αντιόχειας είχε ηττηθεί από τους σουλτάνους της Αιγύπτου, τους Φατιμίδες και το Χαλέπιον κινδύνευε να πέσει στα χέρια τους.

Η ταχύτητα της αφίξεως του στρατού του Βασιλείου ήταν τρομερή για τα δεδομένα της εποχής. Σε δεκαπέντε μόλις ημέρες ένας στρατός 40000 αντρών διέσχισε την απόσταση από τις χιονοσκέπαστες κορυφές της Μακεδονίας μέχρι τις ερήμους της Συρίας. Αλλά ας αφήσουμε τον Schlumberger να μάς περιγράψει τις αντιδράσεις των Αιγυπτίων πού πολιορκούσαν το Χαλέπιον της Συρίας.

 “Η της αφίξεως του βασιλέως φοβερά αγγελία ούτω αιφνιδίως επισκήψαντος υπήρξε κεραυνός διά τον Αιγύπτιον στρατηγό. Ούτω δέ εταράχθη εκ της τρομεράς από Βορρά περιελθούσης αυτώ ειδήσεως αυτός ο πιστεύων ότι ωρών μόνον εσκέφθη πλέον, να φύγη. Διότι κατέπληξεν αυτόν ο μέγας ούτος των Ρούμ αυτοκράτωρ, όστις διασχίσας εν καλπασμώ ως εκ θαύματος μετά του στρατού αυτού ολόκληρον την αυτοκρατορίαν του ευρίσκετο ήδη εν αποστάσει πορείας ολίγων μόνο ωρών και δή, ότε επίστευεν ότι διετέλει ων εν μέση Βουλγαρία.

Πιθανώς δέ εν τη καταπτοήσει επί τοις πρώτοις αγγέλμασι το πλήθος του Ελληνικού στρατού εμεγαλύνθη υπερμετρως. Αυθωρεί λύσας την πολιορκίαν της πόλεως, ης επί τοσούτους μήνας αντεποιείτο και δι’ ην τοσούτους είχε θυσιάσει στρατιώτας“. Η παρουσία και μόνον του Ελληνα βασιλέα έτρεψε σε φυγή όλους τούς εχθρούς πού απειλούσαν τα νοτιοανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Αφού όρισε διοικητή της Αντιόχειας τον Δαμιανόν Δαλασσηνόν, αντί του Μιχαήλ Βούρτζη, ο Βασίλειος επανήλθε στην πρωτεύουσα.

Ο Σαμουήλ όμως επωφελήθηκε και άρχισε να λεηλατεί την Μακεδονία. Κατέλαβε πάλι την Βέροια και πολιόρκησε την συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη, όπου φόνευσε τον διοικητή της Γρηγόριο Ταρωνίτη και αιχμαλώτισε τον γιό του. Αργότερα (997) κατέβηκε νοτιώτερα, μέχρι την Πελοπόννησο, προκαλώντας τρομερές καταστροφές και διαπράττοντας ανήκουστες βιαιοπραγίες.

Σοβαρή αντίσταση βρήκε μόνο στο Γαλαξείδι, όπου οι κάτοικοι πολέμησαν με μεγάλη ανδρεία και επρώτευσε κάποιος Γαλαξειδιώτης ονόματι Χαραλάμπης. Επιστρέφοντας όμως ο τσάρος των Βουλγάρων προς την Βουλγαρία, με την λεία του πού την αποτελούσαν χιλιάδες αιχμάλωτοι και πλήθος από πολύτιμα σκεύη, συναντήθηκε στον Σπερχειό ποταμό με τον στρατηγό του Βασιλείου, Νικηφόρο Ουρανό.

Οι δύο στρατοί στρατοπέδευσαν στις απέναντι όχθες του ποταμού ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος λόγω των συνεχών βροχοπτώσεων. Οι Βούλγαροι, μεθυσμένοι από την χαρά, το κρασί και τα πλούσια λάφυρα, υποτίμησαν τούς αντιπάλους και αιφνιδιάστηκαν όταν οι Έλληνες κατάφεραν να διέλθουν από ένα διαβατό σημείο του ποταμού κατά την διάρκεια της νύκτας και επέδραμαν κατά του στρατοπέδου τους.

Επακολούθησε τρομερή σφαγή των Βουλγάρων οι οποίοι μισοκοιμισμένοι δεν αντιστάθηκαν καθόλου και χάθηκαν σχεδόν όλοι. Ο Σαμουήλ με τον γιό του προσποιήθηκαν τούς νεκρούς και τραυματισμένοι κατόρθωσαν να γλυτώσουν. Αφού περιπλανήθηκαν στα βουνά για δέκα ήμερες έφτασαν τελικά στην Αχρίδα. Η μάχη του Σπερχειού, το 997, είναι μία σπουδαία καμπή στον πόλεμο μεταξύ των Βουλγάρων και των Ελλήνων και σημαδεύει την απαρχή της νικηφόρας πορείας των Ελληνικών στρατευμάτων.






Μάχη του Σπερχειού_απεικόνιση από το χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη_Μαδρίτη



O Σαμουήλ γρήγορα κατάφερε να αναδιοργανώσει τον στρατό του και να αρχίσει μία σειρά επιθέσεων σε διάφορα φρούρια και πόλεις της δυτικής Βαλκανικής. Το 998, κατέλαβε το Δυρράχιο και την Διόκλεια. Ο Βασίλειος κατελάμβανε φρούρια και κλεισούρες στην ανατολική Μακεδονία. Ο γιός του Ταρωνίτη, Ασώτιος, εγλύτωσε την ζωή του, χάρις την αγάπη της κόρης του Σαμουήλ, η οποία έπεισε τον πατέρα της να τούς παντρέψει.

Πράγματι παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν οι δύο νέοι στο Δυρράχιο (αρχαία Επίδαμνος). Στην πρώτη ευκαιρία δραπέτευσαν και έφτασαν στην Βασιλεύουσα όπου πληροφόρησαν τον Βασίλειο για την πρόθεση του άρχοντα του Δυρραχίου, Χρυσηλίου, να παραδώσει την πόλη στον αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος απέστειλε τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, ο οποίος παρέλαβε το μεγάλο λιμάνι.

Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τον Σαμουήλ, ο οποίος έβλεπε την αυτοκρατορία του να κλονίζεται. Όμως ο Έλληνας αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει όπως θα ήθελε, διότι το 999 αναγκάσθηκε να εκστρατεύσει και πάλι στην Συρία, όπου οι Αιγύπτιοι είχαν ξαναγίνει απειλητικοί.

Στην Απάμεια της Συρίας ο Δαμιανός Δαλασσηνός είχε σκοτωθεί μαζί με έξι χιλιάδες στρατιώτες. Το θέαμα των νεκρών Ρωμιών κλόνισε τον Βασίλειο ο οποίος διέταξε την ταφή τους και έκτισε εκκλησία για να τιμήσει την μνήμη τους.

Στις 28 Οκτωβρίου 999, οι Έλληνες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Καισάρεια (Χαϊζάρ) της Συρίας και αργότερα την Έμεσα (Χόμς), και την Ηλιούπολη τις οποίες και ισοπέδωσαν. Αφού απέτυχε ο Βασίλειος να καταλάβει την Τρίπολη του Λιβάνου, εγκατέλειψε την πολιορκία και την 1η Ιανουαρίου 1000, έφτασε στην Αντιόχεια όπου γιόρτασε την έλευση του νέου έτους.

Αφού ενίσχυσε τις βυζαντινές θέσεις, ο βασιλέας των Ελλήνων στράφηκε βόρεια προς την Αρμενία και την Γεωργία (Ιβηρία) οι οποίες πιεζόμενες από διάφορες τουρκμενικές και σελτζουκικές φυλές ζήτησαν την βοήθεια του.

Από τα κράτη αυτά, ο Βασίλειος απέσπασε κάποια σημαντικά συνοριακά εδάφη, ο ηγεμόνας της Ιβηρίας, Δαυΐδ παραχώρησε το βασίλειο του οικειοθελώς στον Βασίλειο, ενώ ο αυτοκράτορας συνήψε συμφωνία με τούς πρίγκιπες του Ανί και του Βασπουραχάν πώς μετά τον θάνατο τους τα βασίλεια τους θα περιέρχονταν στην βυζαντινή εξουσία.

Πράγματι, το Βασπουραχάν έγινε μέρος της βυζαντινής επικράτειας το 1021, ενώ το Ανί ακολούθησε το 1045. Θά παραμείνουν στή βυζαντινή εξουσία μέχρι την καταστροφική μάχη του Μαντζικέρτ (Μαναζκέρδης) το 1071, μετά την οποία θα περιέλθουν στα χέρια των Σελτζούκων. Επιστρέφοντας ο Βασίλειος από την επιτυχημένη εκστρατεία του στην Γεωργία και Αρμενία, σταμάτησε στην Καππαδοκία, στο Θέμα του Χαρσιανού, όπου τον υποδέχτηκε ο πολύ πλούσιος άρχοντας, ονόματι Ευστάθιος Μαλεϊνός.

Η τόσο πλούσια φιλοξενία και γεμάτη χλιδή περιποίηση του Μαλεϊνού προβλημάτισε τον Βασιλέα, ο οποίος δεν είχε ξεχάσει τις συμβουλές του γέροντα Σκληρού. Εξανάγκασε λοιπόν τον πλούσιο άρχοντα να τον συνοδεύσει στην Βασιλεύουσα όπου παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο διακανονισμός των ζητημάτων πού αφορούσαν στην Αρμενία, Γεωργία και Συρία, γύρω στα 1000, επέτρεψε στον αυτοκράτορα της Ρωμηοσύνης να στρέψει απερίσπαστος την προσοχή του στην αντιμετώπιση του Σαμουήλ.

Με μεθοδικές κινήσεις, με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ξεκίνησε μία εκστρατεία που διήρκεσε 14 ολόκληρα χρόνια, χειμώνα και καλοκαίρι, μην δίνοντας στον αντίπαλο την ευκαιρία να αναπνεύσει ούτε στιγμή, περικυκλώνοντας τον και χτυπώντας τον στα αδύνατα σημεία του, μεχρι την ολοκληρωτική συντριβή του και την τελική του παράδοση.

Τον Μάρτιο του 1001 με τον Πρωτοσπαθάριο Νικηφόρο Ξιφία και τον Πατρίκιο Θεοδωροκάνο, στράφηκε στις δυτικές επαρχίες του βουλγαρικού κράτους και κατέλαβε την Πρεθσλαύα. Στρεφόμενος νότια, κατέλαβε την Βέροια, την Καστοριά και τα Σέρβια. Τα Σέρβια ήταν πανίσχυρο κάστρο και την άμυνα είχε αναλάβει ο προδότης Νικολιτζάς, ο οποίος ήταν πιστος στον Σαμουήλ και τον είχε βοηθήσει να καταλάβει την Λάρισα.

Ύστερα από εικοσαήμερη πολιορκία, έπεσαν τα Σέρβια, και Βασίλειος χάρισε την ζωή του προδότη. Ο Νικολιτζάς έμελλε όμως να δραπετεύσει και να τρέξει να επανασυνδεθεί με τον στρατό του Σαμουήλ. Η Θεσσαλία όμως, είχε απαλλαγεί από τον βουλγαρικό κίνδυνο και ο Ελληνικός στρατός φαινόταν ότι είχε ξεπεράσει σε αξία και ισχύ τον Βουλγαρικό.

Τα Βοδενά, η σημερινή Έδεσσα, υποτάχθηκε στους Έλληνες, ύστερα από πολιορκία πού κράτησε πολλές εβδομάδες, στο έτος 1002. Η ιαχή “Βασίλειε σύ νικάς“, αντηχούσε πλέον σε ολόκληρη την Μακεδονία. Αφού κατέλυσε τον χειμώνα στην Θεσσαλονίκη, τον Μάϊο κατέλαβε το Δορύστολο ή Σιλιστρία και ύστερα από πολυήμερη πολιορκία το Βιδύνιο, στον Δούναβη ποταμό.

Ο Σαμουήλ όμως ήταν άξιος και πείσμων αντίπαλος. Σε μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, την ημέρα τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου επιτέθηκε στην Αδριανούπολη (Ανδριανού Πόλις) την λεηλάτησε και αιχμαλώτισε το σύνολο του πληθυσμού της.

Ο Βασίλειος αναγκάστηκε να κινηθεί νότια. Το 1004 συναντώνται οι δύο στρατοί έξω από τα Σκόπια στις δύο όχθες του ποταμού Αξιού. Επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό του Σπερχειού ποταμού. Οι Βούλγαροι πιο ανοργάνωτοι, θεώρησαν τούς εαυτούς τους ασφαλείς λόγω του πλημμυρισμένου ποταμού.

 Ο Βασίλειος όμως είχε δώσει εντολή να βρεθεί πόρος διαβατός. Κάποιος στρατιώτης ονόματι Αλέξιος κατόρθωσε να βρει πέρασμα, και κατά την διάρκεια της νύκτας, ο Ελληνικός στρατός πέρασε κρυφά το πλημμυρισμένο ποτάμι, και έπεσε ως κεραυνός στο εχθρικό στρατόπεδο.

Οι Βούλγαροι υπέστησαν δεινή ήττα, και υποχώρησαν. Ήταν η σειρά του Έλληνα Βασιλιά να μπει στην σκηνή του Σαμουήλ και να καθίσει στον θρόνο του, μετά την ήττα του 986. Το μόνο πού τον στεναχώρησε ήταν ο θάνατος του παλληκαριού πού είχε ψάξει και είχε βρει το πέρασμα. Τα Σκόπια, η πρωτεύουσα της αρχαίας Δαρδανίας, παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση.





Ιούλιος 1014, στη μάχη του Κλειδίου, ο Βασίλειος νικά τον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ.



Κάθε χρόνο ο Βασίλειος επανερχόταν στην Μακεδονία πιέζοντας αφόρητα τον Σαμουήλ, έχοντας ως σκοπό του την τελειωτική νίκη. Η μάχη που σημάδεψε την αρχή του τέλους έγινε στις 29 Ιουλίου του 1014, στα στενά του Κλειδίου (Κίμβα Λόγγου), μεταξύ των Σερρών και του Μελενίκου.

 Ο Σαμουήλ είχε καταλάβει τα στενά εμποδίζοντας την διάβαση των βυζαντινών, χρησιμοποιώντας ολόκληρο τον όγκο των στρατευμάτων του στην επιχείρηση αυτή. Η πρώτη μερα της μάχης ήταν νικηφόρα για τα εχθρικά στρατεύματα.

 Ο Νικηφόρος Ξιφίας όμως, ένας ακόμη ικανότατος στρατηγός του αυτοκράτορα, κατά την διάρκεια της νύκτας, βρήκε κάποιο πέρασμα και βρέθηκε αναπάντεχα στις πλάτες του Σαμουήλ. Η καταστροφή του βουλγαρικού στρατού ήταν ολοκληρωτική. Ο τσάρος των βουλγάρων διέφυγε με άτακτη υποχώρηση, αλλά ο μεγαλύτερος όγκος των βουλγάρων στρατιωτών συνελήφθη αιχμάλωτος. Θέλοντας να τελειώσει μια για πάντα με τούς εχθρούς του, ο Βασίλειος έδωσε τότε μία τρομερή και απάνθρωπη διαταγή.

Αποφάσισε να τυφλωθούν και οι 15.000 αιχμάλωτοι, αφήνοντας ανά εκατοντάδα ένα μονόφθαλμο, ο οποίος θα οδηγούσε στον Σαμουήλ τούς τυφλούς του στρατιώτες. Στην Πρίλαπο, όπου είχε καταφύγει ο Σαμουήλ, αντίκρισε το τρομερό θέαμα των τυφλών στρατιωτών του και σύμφωνα με τούς Κεδρηνό και Σκυλίτζη, μετά από δύο ημέρες ο τσάρος των Βουλγάρων πέθανε από την λύπη του.

Ο Έλληνας βασιλιάς δικαιώθηκε με την ενέργειά του αυτή και απαλλάχθηκε από τον άνθρωπο πού είχε απειλήσει την ακεραιότητα του κράτους του. Πολλοί κατακρίνουν και όχι αδίκως την ενέργεια του αυτοκράτορα. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι οι Βούλγαροι πλησίασαν να καταστρέψουν ολοσχερώς τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό και έπρεπε αυτή η απειλή να εκλείψει διά παντός.

 Εάν οι Παλαιολόγοι είχαν αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο τούς Οθωμανούς, σίγουρα η κατάσταση της χώρας μας θα ήταν διαφορετική σήμερα. Οι Βούλγαροι όμως συνέχισαν πεισματικά τον πόλεμο. Λίγο μετά την μάχη του Κλειδίου αποδεκάτισαν, στην κοιλάδα της Στρουμνίτζας, απόσπασμα του ελληνικού στρατού μαζί με τον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη.

Τον Σαμουήλ διαδέχθηκε ο γιός του Γαβριήλ, ο οποίος προσπάθησε να συνθηκολογήσει με τον αυτοκράτορα, αλλά δολοφονήθηκε από τον εξάδελφο του Βλαδισλάβο, το 1016. Ο τελευταίος άρχισε ειρηνευτικές συνομιλίες, με κύριο στόχο του να αναδιοργανώσει τα κατάλοιπα του βουλγαρικού στρατού.

Όμως ο ακαταπόνητος Βασίλειος δεν πίστεψε τις ψεύτικες υποσχέσεις του Βλασιδισλάβου και συνέχισε να κατακτά την μία πόλη μετά την άλλη. Κατέκτησε τα Βιτώλια (Μοναστήριον), το Πρίλαπο, το Στυπείον, το Μελενίκο τα Μογλενα και τα Βοδενά (Έδεσσα) πού είχαν ανακαταλάβει οι Βούλγαροι. Κατά την διάρκεια άλλης εκστρατείας ο Ιβάτζης παγίδευσε απόσπασμα του αυτοκρατορικού στρατού και το κατέσφαξε μαζί με τούς αρχηγούς του Γεώργιο Γονιτζιάτη και Ορέστη.

Το 1017 οι μάχες συνεχίζονται ακατάπαυστα. Για να καταλάβουμε τον χαρακτήρα του Βουλγαροκτόνου, παραθέτουμε το παρακάτω περιστατικό πού περιγράφει ο Σκυλίτζης: Σε μία ένεδρα του Βλαδισλάβου, παγιδεύεται η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη. Ο Βασίλειος πού ακολουθούσε και ο οποίος ήταν γύρω στα εξήντα, πήδηξε στο άλογό του, ανεφώνησε “Οστις πολεμιστής, ακολουθείτω μοι” και χωρίς να κοιτάξει πίσω του, κάλπασε προς τα εμπρός.

 Ο Διογένης διεσώθηκε, οι Βούλγαροι διασκορπίστηκαν και όλες οι αποσκευές του Βούλγαρου Τσάρου περιήλθαν στα χέρια του αυτοκρατορικού στρατεύματος. Ο Βλαδισλάβος σκοτώθηκε πολιορκώντας το Δυρράχιο το 1018 του οποίου την άμυνα είχε αναλάβει ο Νικήτας Πηγωνίτης. Αμέσως μετά ο Βασίλειος μπήκε θριαμβευτικά στην Αχρίδα, με την κατάκτηση της οποίας τελείωσε ο πόλεμος πού είχε αρχίσει το 986 και διήρκεσε 32 ολόκληρα χρόνια.

Τα κάστρα παραδίδονταν στον βασιλέα, το ένα μετά το άλλο. Ο μόνος πού συνέχιζε πεισματικά να μάχεται ήταν ο Ιβάτζης. Και πάλι ο Σκυλίτζης μας αναφέρει αναλυτικά την περιπετειώδη σύλληψη του βογιάρου. «Ο Ιβάτζης ήταν οχυρωμένος στο απάτητο κάστρο του Βροχωτού, όταν μόνος με δύο συντρόφους, ο Κατεπάνω Ευστάθιος Δαφνομήλης κατέφθασε, προφασιζόμενος να μιλήσει με τον Ιβάτζη.

 Οι Βούλγαροι όταν είδαν τον Έλληνα στρατηγό μόνο του, φυσικά δεν ανησύχησαν και τον δέχθηκαν περίεργοι για τούς σκοπούς της επίσκεψεώς του. Μετά από το δείπνο, ο Δαφνομήλης εζήτησε κατ’ ιδίαν συνδιάλεξιν προς τον Ιβάτζην. Αφού απομακρύνθηκαν σε γειτονικό άλσος, ο πελώριος Έλληνας στρατηγός, τον ακινητοποίησε και με την βοήθεια των συντρόφων του πού ήταν κρυμμένοι, τον ετύφλωσαν. Φέροντας σε άθλια κατάσταση μπροστά από τούς Βούλγαρους στρατιώτες τον αρχηγό τους, με βροντερή φωνή τούς έπεισε ότι κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη, γιατί σε λίγο κατέφθανε ο αυτοκράτορας. Αυτό ήταν το τέλος και της τελευταίας εστίας αντίστασης των Βουλγάρων.





Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος


Ο Βασίλειος μετά την πλήρη κυριαρχία του στην Μακεδονία, περιόδευσε στις νότιες επαρχίες, όπου τα πλήθη συνέρρεαν να τον συναντήσουν και να τον επευφημήσουν.

 Επισκέφθηκε τις Θερμοπύλες πού είχαν γραφτεί σελίδες αντάξιας δόξας από τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα, πέρασε από την Θήβα πού ήταν το κέντρο της παραγωγής μεταξιού όλης της αυτοκρατορίας, με πολυάριθμες βιοτεχνίες και εξαγωγές προς την Δύση.

 Στο τέλος δε έφτασε στην πατρίδα των μαχητών του Μαραθώνος και της Σαλαμίνας, την πόλη της Παλλάδος Αθηνάς. Εκεί ανέβηκε στον Παρθενώνα, πού είχε στο εσωτερικό του κτισμένο ναό προς τιμήν της Θεοτόκου.

 Παραθέτουμε αφήγηση του σοφού ερευνητού Γάλλου Σλουμβερζέ:

“Ενώ δέ χρόνω ο σεπτός νικητής των Βουλγάρων γονυκλινής ηυχαρίστει την Παναγίαν την Αθηνιώτισσαν, οι θεοί και οι ήρωες του Φειδίου εν τη μεγαλοπρεπεί αυτών πομπή εθεώντο τον γηραιόν αυτοκράτορα άνωθεν από των σεπτών ζωφόρων. Διότι οι των θαυμασίων συληταί Τούρκοι, Ενετοί και Άγγλοι δεν είχον παρέλθει επί τον ιερόν βράχον.”

Αξίζει να αναφέρουμε μία λεπτομέρεια.

Ο Ενετός Μοροζίνι το 1688, έκλεψε από τον Πειραιά ένα κολοσσιαίο αρχαίο άγαλμα που παρίστανε Λέοντα. Εξ’ ού και οι Βενετοί ονόμαζαν το λιμάνι Πόρτο Λεόνε. Τα λιοντάρια όπως γνωρίζουμε έμελλε να αποτελέσουν σύμβολο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.

Στο άγαλμα αυτό ήταν χαραγμένες επιγραφές άγνωστης γλώσσας. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η γλώσσα ήταν σκανδιναβική και οι επιγραφές ήταν χαραγμένες από τούς μισθοφόρους Ρως του Αυτοκράτορα, ο οποίος το 1018 επέστρεψε ακτοπλοϊκώς στην Θεοφύλακτη Κωνσταντινούπολη και φυσικά για κάποιες ώρες είχε καταλύσει και στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Ο Βασίλειος είχε αποτρέψει την κλοπή έργων των προγόνων του. Η αίγλη της Ρωμιοσύνης τότε ήταν στο υψηλότερο σημείο πού είχε βρεθεί ποτέ.

Ο Βασίλειος δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με τις υποθέσεις πού αφορούσαν τις δυτικές επαρχίες του κράτους. Προσπάθησε να δημιουργήσει διπλωματικές σχέσεις με την Γερμανική αυτοκρατορία η οποία διεκδικούσε με αξιώσεις την Κάτω Ιταλία, παραχωρώντας την αδελφή του Θεοφανώ, ως σύζυγο του Όθωνα Β’.

 Παραθέτω κρίσεις του Schlumberger για την επίδραση της Ελληνίδος πριγκίπισσας στο Γερμανικό κράτος: “… μεγάλη υπήρξεν η ροπή, ήν ήσκησεν επί του γερμανικού λαού η Ελληνίς αύτη ηγεμονίς, η εγγονή του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου …. ου μόνον η Σικελία και η Ιταλία, αλλά και η Γερμανία απέβη κατα τούς χρόνους τούτους υποτελής εις τούς καλλιτέχνας της Κωνσταντινουπόλεως. Τα μνημεία περί της επιδράσεως, ην ήσκησαν εν Γερμανία οι αντιπρόσωποι της βυζαντιακής τέχνης, εναργεστάτας περί τούτου παρέχουσιν αποδείξεις ….. Οι Ελληνες δικάιως υπερηφανεύονται επί τω ότι έδωκαν τω γερμανικώ λαώ ηγεμονίδα τοσούτον λαμπραίς περικοσμουμενην βασιλικαις αρεταίς……“.

 Η Θεοφανώ ανέθρεψε τον γιό της Οθωνα Γ’ με ελληνική παιδεία ορίζοντας ως παιδαγωγό τον ιερέα Ιωάννη Φιλάγαθο από το Ρωσσανό της Καλαβρίας. Ο Βασίλειος προσπάθησε επίσης να τοποθετήσει στον παπικό θρόνο τον πιο πάνω ιερέα, αλλά απέτυχε.

Φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε την λησμονημένη Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή την Κάτω Ιταλία, η οποία κατά τούς χρόνους του Βασίλειου Β’ σημείωσε μεγίστη ακμή. Το κείμενο του ιστορικού Λένορμαν πού παρατίθεται παρακάτω επιβεβαιώνει την ελληνικότητα της Καλαβρίας, η οποία αποτελούταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς με πλήθος βυζαντινών εκκλησιών και μοναστηριών.

Ο μέγας ιεράρχης Άγιος Νείλος ήταν εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής, και κάθε ημέρα αφιέρωνε τρείς ώρες στην αντιγραφή κειμένων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Με την βοήθεια του Γρηγορίου Τραχανιώτη, του βασιλικού πρωτοσπαθάριου και κατεπάνω της Ιταλίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Βάρη, μπόρεσε να εδραιώσει την βυζαντινή εξουσία στην περιοχή αυτή, απωθώντας τους Άραβες επιδρομείς από την Σικελία και τούς Ιταλολομβαρδούς από το βορρά.

Δυστυχώς και αυτή η ελληνική περιοχή έμελλε να χαθεί για πάντα, μετά τις επιδρομές των Νορμανδών, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε παρά την προσπάθεια του Βατικανού, διασώζονται ακόμα και σήμερα Ελληνικά ήθη, θρησκεία και γλώσσα. Ανεξάντλητος, αν και σε προχωρημένη ηλικία πλέον, ο Βασίλειος σχεδίαζε να επιτεθεί κατά της Σικελίας για να την επαναφέρει στην βυζαντινή επικράτεια, αμέσως μόλις τελείωσε με την βουλγαρική απειλή. Όμως ο θάνατος τον πρόλαβε στις 15 Δεκεμβρίου του 1025.

Ο μεγάλος στρατηλάτης αυτοκράτορας ετάφη σύμφωνα με τις επιθυμίες του στην μονή της Θεοτόκου, στο προάστιο Έβδομον, κοντά στα τείχη για να παρακολουθεί τούς στρατιώτες του όταν αναχωρούν για τις εκστρατείες τους.






basil_konstant_976



Όπως έχει αναφερθεί στο εσωτερικό μέτωπο ο κυριότερος στόχος του Βασιλείου ήταν η μεγάλοι γαιοκτήμονες της Μικράς Ασίας και οι παντοδύναμοι αριστοκράτες. Γι’ αυτό εξέδωσε μία σειρά από διατάγματα με τα οποία επιχειρούσε να πλήξει αυτά τα αρπακτικά.

Έτσι το 996, με ένα διάταγμα του το Αλληλέγγυον, απαιτούσε την επιστροφή των εδαφών που είχαν αφαιρεθεί, με διάφορες μεθόδους, από το 922 και μετά στους προηγούμενους κατόχους τους, που συνήθως ήταν μικροϊδιοκτήτες. Επαναφέροντας σε ισχύ ένα παλιό νόμο του Νικηφόρου Α΄, καθόριζε πώς η πληρωμή του φόρου, θά γινόταν από τον πλησιέστερο πλούσιο κάτοχο γης, όταν κάποιος μικροϊδιοκτήτης αδυνατούσε να τον πληρώσει.

Έτσι πολλοί μεγαλογαιοκτήμονες βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς γη, η οποία κατήσχετο ή διαμοιραζόταν σε ακτήμονες γεωργούς.
 Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο γέμισε από τις πωλήσεις της κατασχόμενης γης και από τούς φόρους και οι φτωχοί καλλιεργητές ανακουφίστηκαν.

Η δυσαρέσκεια της τάξης των πλουσίων θα εκδηλωθεί ανοικτά μετά τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου και η πορεία προς τον φεουδαλισμό και την συγκέντρωση και πάλι μεγάλων εκτάσεων γης σε λίγα χέρια θα καταστεί ανεξέλεγκτη από την κεντρική εξουσία με αποτέλεσμα οι φτωχοί αγρότες πού αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά του βυζαντινού στρατού να εξαθλιωθούν και η Μικρά Ασία να πέσει λίγα χρόνια αργότερα στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων.

Ο Βασίλειος διέπραξε το ίδιο λάθος με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Δεν επέλεξε ικανό διάδοχο πού θα συνέχιζε το έργο του. Αυτό το λάθος είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα του λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του από την ανικανότητα του διαδόχου και αδελφού του Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων ανίκανων βασιλέων, πού σε λίγα χρόνια θα φέρουν το Βυζάντιο στο χείλος της καταστροφής, μέχρι την σωτήρια έλευση του Αλέξιου Κομνηνού.

Ολοκληρώνουμε την αναφορά στον μέγιστο της Ρωμιοσύνης με την κρίση των Ψελλού και Ζωναρά. “ο ηγεμών ούτος αφ’ ου και τούς βαρβάρους γείτονας κατέβαλε την δέ αριστοκρατία καθαιρέσας ισότιμον πρός τας άλλας κοινωνικάς ταξεις κατέστησε και εν πολλή γνώμης ελευθερίας κυβερνών το κράτος ετύγχανεν….. δαπανούσε μόνον τα αναγκαία εκ του δημοσίου ταμείου, αεί δέ προσθέτων εις αυτό έξωθεν, ώστε διά είκοσι μυριάδων ταλάντων χρυσού επλήρωσε τα ταμεία των ανακτορων……. αλλ’ ουδενός απήλαυε δίοτι διατελούσε εν εκστρατεία τον πλείστον της αρχής αυτού χρόνον….“.

“Δεν μετεχειρίζετο τούς πολυτίμους λίθους, πλήν ολίγων κοσμούντων την πορφύραν, ίνα διακρίνηται, ότε εις τας θρησκευτικάς τελετας παρίστατο ή πρέσβεις εδέχετο, οι δέ άλλοι πολύτιμοι λίθοι ήσαν εις τα ταμεία αποτεθειμενοι….“.

**********************************

Ο Alexander Kiossev (καθηγητής πολιτισμικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Σόφιας) γράφει χαρακτηριστικά για τον Βασίλειο Β’……Ο ήρωας ενός έθνους μπορεί να είναι ο κακός………του γείτονά του……Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, σημαντική προσωπικότητα στο ελληνικό πάνθεον των ηρώων, δεν είναι λιγότερο σημαντικός ως αντικείμενο μίσους για τη δική μας εθνική μυθολογία.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου